Για τον Μανόλη Αναγνωστάκη

Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ Από τον Γιώργο Κωτσίδη Πριν 15 χρόνια, τέτοιες μέρες, έφυγε ο Μανώλης Αναγνωστάκης . Ο ποιητής της ήττας που με τα ποιήματά του κατάφερε να την κάνει νίκη . Εκεί γύρω στην δεκαετία του 60 τον έβλεπα να περπατά αργά αργά στο πεζοδρόμιο της Βασ. Γεωργίου με Μπιζανίου μπροστά στο νεοκλασικό του Αριγκόνι που τότε στο ισόγειο στέγαζε τα Λουτρά Μέγας Αλέξανδρος . Είχε λίγα χρόνια που τον διέγραψαν από το κόμμα του . Είχε καταδικαστεί εις θάνατον και μετά τα τρία χρόνια στις φυλακές του Επταπύργιοθ απελευθερώθηκε . Ζούσε μια ήσυχη ζωή ασκώντας το επάγγελμά του . Όλοι που τον βλέπαμε ξέραμε τον γιατρό τον ποιητή χωρίς να έχουμε διαβάσει ούτε ένα ποίημα του . Σου ενέπνεε ένα σεβασμό και ένα δέος όταν τον έβλεπες πανύψηλος όπως ήταν , ελαφρά σκυφτός με πάντα μια εφημερίδα διπλωμένη βαθιά κάτω από την μασχάλη . Έτσι τον θυμάμαι εγώ τουλάχιστον μαθητής τότε στο Α' Γυμνάσιο γείτονάς του εκεί κοντά. Τελευταία έμαθα ότι το σπίτι που γεννήθηκε ήταν στην πλατεία δικαστηρίων . Μέχρι τότε είχα την εντύπωση ότι γεννήθηκε εκεί στην γειτονιά που γεννήθηκα κι εγώ . Δεν γνώριζα που ακριβώς έμενε , αλλά μούδινε την εντύπωση ότι έβγαινε μέσα από ένα εσωτερικό δρόμο παράλληλο της Μπιζανίου που οδηγούσε μέσα από μια ομάδα νεοκλασικών που κατασκεύασε ο Αριγκόνι στο σπίτι του δίπλα στην θάλασσα που τότε έφτανε εκατό μέτρα από την Β. Γεωργίου . Ίσως να κάνω λάθος αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία , όση ότι τον έβλεπα συχνά εκεί ολοζώντανο , κι όταν μετά διάβασα κάποτε τα ποιήματα του και κυρίως όταν τα άκουσα μελοποιημένα από τον Μίκη τον λάτρεψα . Πολλά ποιήματα του με συγκίνησαν και με συγκινούν στο άκουσμα τους και μόνο , αλλά το « Μιλώ » λόγω δικών μου προσωπικών βιωμάτων το αγάπησα ιδιαίτερα ερμηνευμένο ανεπανάληπτα από τον Αντώνη Καλογιάννη σε μουσική του Μίκη . ΜΙΛΩ Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες Για τα προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα Του Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν Κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους. Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) Το σπίτι όπου γεννήθηκε και έζησε ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε στιγμιότυπο από ένα φιλμάκι του 1931. Στη γωνία Ιουστινιανού με Μητρ. Γενναδίου, υπάρχει ακόμη.. Παιδί αντίκριζε τις παράγκες στην πλατεία που είχαν στηθεί να στεγάσουν πυρόπληκτους και ευκαιριακά μαγαζιά κατά το μεσοπόλεμο. Το φιλμ εδώ: Η λήψη βρίσκεται στο 54ο λεπτό περίπου.