Η οικογένεια Μορπούργο (Α’ μέρος)
Ανήκε σ’ εκείνη την ομάδα των Ιταλοεβραίων που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην πόλη. Ακούγεται, όμως, λιγότερο απ’ όσο θα της έπρεπε -ίσως γιατί, στην Θεσσαλονίκη, ήταν σχετικά ολιγομελής. Συγκεντρώνουμε εδώ κάποια στοιχεία από την ιστορία της, αλλά και την εικόνα της πόλης. Το επώνυμο της οικογένειας οφείλεται σε μια άλλη πόλη το αυστριακό Marpurg (τώρα το Maribor της Σλοβενίας) και οι πρώτοι αναφέρονται στο β’ μισό του 14ουαιώνα. Απόγονοί τους ζούνε σε πολλές πόλεις του κόσμου. Στα διαφορoποιημένα επώνυμά τους, η Wiki αναφέρει και το “Marlborough” [Πηγές: Γιοζέφ Νεχαμά, Ιστορία των Ισραηλιτών της Σαλονίκης, ΙΚΘ-University Studio Press, Χ.Παπαστάθης-Ευ.Χεκίμογλου, Ιστορία της Επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη, τ.2α, ΠΕΕΒΕ, Κ.Μέρτζιος, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, Εφημερίδες Journal de Salonique, Mακεδονία, palaiabiblia.blogspot.com, Geneanet.org κ.ά.]
Από την Μάρα Νικοπούλου
Facebook: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=943299616159672&id=204212503401724
Στην Θεσσαλονίκη, πρώτος φτάνει, το 1710, ο Δαβίδ Μορπούργο. Είναι Εβραίος Ασκεναζίτης, γεννημένος στο Romans d’Isonzo της επαρχίας Γκραντίσκα στο Φρίουλι. Αν και το Φρίουλι είναι πιο κοντά στη Βενετία, η πορεία του Δαβίδ είναι προς τον νότο – πρώτα στην Πάδοβα όπου σπουδάζει γιατρός. Μετά προς τα δυτικά, στο Λιβόρνο, και από εκεί στην Θεσσαλονίκη. Αναπτύσσει μεγάλη εμπορική δραστηριότητα με εισαγωγές και εξαγωγές (από και προς Λιβόρνο, Ανκόνα, Βενετία κ.α.), και τον συναντάμε υπό την προστασία του Γαλλικού Προξενείου, μετά του Ολλανδικού, μετά πάλι του Γαλλικού που πάλεψε για να τον «ξανακερδίσει» προκειμένου να εισπράττει αυτό τους διάφορους δασμούς από την μεγάλη δραστηριότητά του. Επιπλέον, για κάποιο διάστημα, ο ίδιος ο Μορπούργο εκτελούσε χρέη προξενικού εκπροσώπου της Ισπανίας. Mε αναφορά στον Ι.S. Emmanuel, oι Παπαστάθης-Χεκίμογλου (Επιχειρηματικότητα, σ.108] τον χαρακτηρίζουν «γνωστό φιλάνθρωπο που επιχορήγησε την έκδοση διαφόρων βιβλίων». Για την οικογενειακή του κατάσταση δεν ξέρουμε πολλά, είχε όμως δύο κόρες που πέθαναν μέσα σε 5 μέρες, τον Ιούνιο του 1744, χτυπημένες από έναν από τους λοιμούς που μάστιζαν την Θεσ/νίκη τον 18ο αι. [Νεχαμά, σ. 1017] Ο ίδιος ο Μορπούργο πέθανε το 1758 και σύμφωνα με τoυς Παπαστάθη-Χεκίμογλου [Επιχειρηματικότητα, τ.2Α, σ. 108] και πηγή το ΙΚΘ, In Memoriam, αυτή είναι η επιτύμβια πλάκα του. Γράφει: «Θρήνησε και πένθησε, γιατί ο Θεός ζήτησε πίσω τον ευγενή πρίγκιπα. Ο πιο σεβαστός και σοφός, ελεήμων και θεοσεβούμενος ήταν αυτός, ο Δαβίδ Μορπούργο, ανάμεσα σε θεοφοβούμενους ανθρώπους είθε το όνομά του για πάντα να αναφέρεται». Ας δούμε λίγα πράγματα για το πλαίσιο όπου έζησε εκείνος ο πρώτος Μορπούργο – σε μια εποχή που ο Νεχαμά χαρακτηρίζει «εβραϊκό μεσαίωνα». «Ο 18ος αιώνας είναι μια πολύ θλιβερή εποχή για τη Σαλονίκη», γράφει. «Ο βαρύς Μεσαίωνας καλύπτει τον εβραϊκό πληθυσμό με το μανδύα του φανατισμού και της δεισιδαιμονίας» [σ.1230] Στην πόλη τότε, οι ξένοι είναι λίγοι, είτε υπήκοοι είτε προστατευόμενοι προξενείων. To 1715, «υπολογίζεται ότι ζουν στη Σαλονίκη είκοσι περίπου οικογένειες εμπόρων και τεχνιτών που κατάγονται από τη Γαλλία. Σ’ αυτούς προστίθενται καμιά δωδεκαριά προστατευόμενοι, Εβραίοι από το Λιβόρνο ή Έλληνες από τη Σμύρνη και τη Χίο». [σ.1067] Εκείνα τα χρόνια, οι Εβραίοι “Francos” βρίσκονται σε κόντρα και με τους ντόπιους Εβραίους. «Βοηθούμενοι από τους προξένους τους, οι Francos αγωνίζονται για να μην εγγραφούν στους κοινοτικούς φορολογικούς καταλόγους και δικαιώνονται όσον αφορά στην πέτσια, που είναι προορισμένη να καλύψει τις άμεσες εισφορές προς το κράτος. […] αρνούνται συστηματικά να συμμετάσχουν, κατά τρόπο υποχρεωτικό, ακόμη και στις φιλανθρωπικές εισφορές που βαρύνουν έμμεσα όλους τους Εβραίους. Οι προσφορές τους είναι συχνές και γενναιόδωρες, όμως προσπαθούν να τις διατηρήσουν υπό πνεύμα πρωτοβουλιών» [σ.975] O Νεχαμά αφιερώνει αρκετές σελίδες στους Λιβορνέζους (σ.1075+): «Οι Λιβορνέζοι και όσοι έχουν εξομοιωθεί μαζί τους αρέσκονται να διαβεβαιώνουν την ευσέβειά τους, το σεβασμό τους στις παραδόσεις και τη λατρεία και θεωρούν απρέπεια κάθε εκδήλωση μη προσήκουσα προς τη θρησκεία. Αυστηροί τηρητές της διατροφικής καθαρότητας, αποφεύγουν να δεχθούν στα σπίτια τους υπηρέτες που δεν είναι Εβραίοι. Έχουν άλλωστε όλοι σχεδόν μια εξαιρετική παιδεία, χωρίς ωστόσο να παρασύρονται από φανατισμούς ή πνεύμα αδιαλλαξίας». «Παρόλο που παραμένουν πιστοί στις θρησκευτικές παραδόσεις, οι Λιβορνέζοι αποφεύγουν να συμπλέουν με τους ομόθρησκους κατοίκους της πόλης, τους οποίους θεωρούν λιγάκι ως φτωχούς συγγενείς και κατώτερούς τους» “Υπάρχει αυστηρή ενδογαμία που ευνοεί έναν ηθελημένο απομονωτισμό που τους αποτρέπει να σχετίζονται με Σεφαραδίτες». Εξάλλου ξεχωρίζουν σαφώς από αυτούς καθώς έχουν εκλεπτυσμένες συνήθειες και στα σπίτια τους μιλάνε μόνιμα ιταλικά.” «Η δυτική ενδυμασία και το πλατύγυρο καπέλο προδίδουν την ευρωπαϊκή καταγωγή τους και τους εξασφαλίζουν μεγαλύτερο σεβασμό». Οι Οθωμανοί Εβραίοι τους βλέπουν ως «υπερβολικά αιρετικούς» καθώς αν μη τι άλλο κουρεύονται και ξυρίζονται διαφορετικά. «Ωστόσο αποτελούν ένα ανεκτίμητο στολίδι για την κοινότητα, για την πόλη και για την αγορά της Σαλονίκης […] Αν και είναι τόσο απόμακροι από τον λαό που τους θεωρεί άτομα μιας εκλεπτυσμένης υπόστασης και πολύ ανώτερους από το σύνηθες, αποτελούν έναν παράγοντα αρετής, ένα στοιχείο άμιλλας, άξιο να εκληφθεί ως πρότυπο από την ντόπια εκλεκτή κοινωνία. Αρνούνται, είναι αλήθεια, για λόγους αρχής να υποταχθούν σε δασμούς και φόρους, τόσο του κράτους όσο και της κοινοτικής οργάνωσης, αυτό όμως δεν τους εμποδίζει, σε προσωπικό επίπεδο και σε κάθε ευκαιρία, να προσφέρουν αυθόρμητα και απρόσκοπτα τη βοήθειά τους σε έργα αρωγής, με γενναιοδωρία, αποφεύγοντας κάθε δημοσιότητα» [σ.1077]. Προσφέρουν ανώνυμα, μέσω ενδιάμεσων, όχι μόνον σε Εβραίους αλλά και στην ελληνική κοινότητα και φιλανθρωπικά έργα των μουσουλμάνων. Από το 1709, λαμβάνουν την προστασία της Γαλλίας. Ο αριθμός τους μετά το 1715 «αυξάνεται με ταχύτητα και σε σύντομο διάστημα αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα της γαλλικής παροικίας». Στην αρχή διστακτικά, καλυμμένοι με ονόματα άλλων, ιδίως σε περιπτώσεις όπου οι ισχύουσες διατάξεις των χριστιανικών κρατών με τα οποία συναλλάσσονται περιλαμβάνουν περιορισμούς κατά των Εβραίων. Σύντομα «επιβεβαιώνεται η υπεροχή τους στην τοπική αγορά και παίζουν πρωταρχικό ρόλο στις εμπορικές συναλλαγές με τη Δύση» [σ.1078]. Έχουν στα χέρια τους τις εξαγωγές καπνού στην Ιταλία και είναι σχεδόν οι μόνοι που εισάγουν υφάσματα από τη Βρετανία καθώς και αποικιακά και χειροτεχνήματα. Για τον Δαβίδ Μορπούργο, ο Νεχαμά λέει ότι από το 1730 και για πάνω από 25 χρόνια «κατέχει εξέχουσα θέση. Πλοιοκτήτης, μεγαλοεξαγωγέας όλων των προϊόντων της περιοχής, δυναμικός εισαγωγέας, το όνομά του επανέρχεται διαρκώς στις προξενικές αναφορές της εποχής και έχει καθολική εκτίμηση. Έχει κερδίσει τη φιλία όλων όσοι μετρούν στην πόλη και έχει υποστηρικτές σ’ όλα τα προξενεία» Αναφέρει κι αυτός το περιστατικό του 1731 όταν δυο Εβραίοι από τη Βενετία είχαν στήσει ενέδρα για να σκοτώσουν τον Μορπούργο και μετά να καταφύγουν στο Μεβλεβιχανέ. Το περιστατικό περιγράφεται στην αλληλογραφία του προξενείου της Βενετίας στη Θεσσαλονίκη, στο Κ. Μέρτζιος, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας.
Εικόνα: «Λιμενοδείκτης του Θερμαϊκού κόλπου από την έκδοση του Joseph Roux, Recueil des Principaux Plans des Ports de la Mer Méditerranée, 1764»[Από το Γ. Πατιερίδη-Κ. Σταμάτη, Τα χαρακτικά της Θεσ/νίκης από τον 15ο έως και τον 19ο αι.] Με τον θάνατό του, το 1758, στις επιχειρήσεις τον διαδέχτηκε ο Ζαχαρίας Μορπούργο. Η μόνη αναφορά στο μικρό του όνομα γίνεται στην αλληλογραφία του προξενείου της Βενετίας, τον Απρίλιο του 1767 [Μέρτζιος, σ. 402]. Eκεί περιγράφονται και τα επεισόδια ανάμεσα σε δυο ομάδες γενίτσαρων που ξεκίνησαν με αφορμή την αρπαγή ενός νεαρού Εβραίου υπηρέτη του Μορπούργου. Ο Μορπούργο ζήτησε τη βοήθεια των γενίτσαρων που φύλαγαν το Γαλλικό προξενείο και έτσι ξεκίνησαν οι ταραχές που κράτησαν τουλάχιστον 3 μέρες και είχαν θύματα και άμαχο πληθυσμό (εβραίους και χριστιανούς). Το περιστατικό έγινε στις αρχές Φεβρουαρίου 1763, αλλά ο πρόξενος το αναφέρει και τον Απρίλιο. [Μέρτζιος, 391-392]. «Το γεγονός ότι ο Μορπούργο είχε την προστασία των γενιτσάρων [σημ: αυτών του Γαλλικού προξενείου] αποτελεί ένδειξη του μεγάλου πλούτου που είχε συγκεντρώσει η οικογένεια στη Θεσσαλονίκη», σημειώνουν οι Παπαστάθης-Χεκίμογλου [σ. 110] Δεν αναφέρεται κάπου σαφώς ποια ήταν η συγγένειά του Ζαχαρία με τον αρχικό Δαβίδ Μορπούργο (γιος του ή τι ; ), ούτε ημερομηνία θανάτου του. Το όνομα «Ζαχαρίας» δεν το ξανασυναντάμε αργότερα στην οικογένεια. Επίσης δεν αναφέρεται σαφώς ποια συγγένεια είχε ο αρχικός Δαβίδ (ή/και ο Ζαχαρίας) με τον συνωνόματό του, πατέρα της Άννας Μορπούργο που παντρεύτηκε τον Λάζαρο Αλλατίνη. Η Άννα πάντως γεννήθηκε το 1783 -και χρονικά θα μπορούσε να είναι δισέγγονη του πρώτου Δαβίδ. Ως τόπος γέννησής της αναφέρεται η Θεσσαλονίκη. Εδώ γέννησε και τα 7 παιδιά της (3 αγόρια και 4 κορίτσια) και εδώ πέθανε το 1867, την ίδια χρονιά με τη μεγαλύτερη από τις κόρες της, την Ραχήλ. Δεν φαίνεται να έχουμε στοιχεία για τα σπίτια που έζησε η Άννα Μορπούργο-Αλλατίνη, λογικά όμως θα βρίσκονταν στον Φραγκομαχαλά. Τα τελευταία της χρόνια πρόλαβε το περίφημο αρχοντικό μεταξύ Συγγρού, Βαλαωρίτου και Βηλαρά, καθώς αυτό χτίστηκε το 1862. Επίσης στη Θεσσαλονίκη είχε γεννηθεί ο Μωυσής (Μοσέ) Μορπούργο, αδελφός της Άννας αλλά και σύζυγος της κόρης της, της Ραχήλ. Από αυτό το ζεύγος αρχίζει το κομμάτι των Μορπούργο που γνωρίζουμε καλύτερα. Οι γάμοι μεταξύ κοντινών συγγενών δεν ήταν βέβαια ασυνήθιστοι εκείνη την εποχή. Ασυνήθιστο ήταν το ότι «η οικογένεια σε κάθε γενιά της δεν έκανε πολλά παιδιά, σε αντίθεση με τους ομοθρήσκους της, των οποίων οι οικογένειες ήταν συνήθως πολύτεκνες» [palaiabiblia.blogspot.com]. Το μόνο παιδί του Μοσέ Μορπούργο και της Ραχήλ Αλλατίνη που γνωρίζουμε είναι ένας ακόμα Δαβίδ, o τρίτος στη σειρά. Στο geneanet γράφεται ότι γεννήθηκε στο Λιβόρνο (προφανώς ο Μοσέ ακολουθούσε τα χνάρια των προγόνων του στις εισαγωγές-εξαγωγές). Δεν ξέρουμε ποια χρονιά γεννήθηκε -υπολογίζουμε πάντως ότι πρέπει να ήταν γύρω στα1830ς, καθώς η μητέρα του, η Ραχήλ, είχε γεννηθεί μετά το 1809 (έτος γέννησης του μεγαλύτερου αδελφού της, του περίφημου γιατρού Μωϋσή Αλλατίνη) και πιθανότατα το 1817 που αναφέρει ως έτος γέννησής της ο Χεκίμογλου. Το μόνο σίγουρο για την επαγγελματική δραστηριότητα του Δαβίδ είναι ότι το 1877 ήταν εκπρόσωπος της ασφαλιστικής North British and Mercantile. Τα υπόλοιπα στοιχεία που έχουμε γι’ αυτόν σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τον αγώνα για τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης στη Θεσ/νίκη (και κάποια τα αντλούμε «από σπόντα» το 1908, με αφορμή τον θάνατο της χήρας του): Ήταν μέλος μιας σχολικής επιτροπής που δημιούργησε ο Γιουδά Νεχαμά, τοποθετώντας την αφρόκρεμα της κοινότητας (Μωϋσή Αλλατίνη, Φερνάντεζ, Μοδιάνο) και τελικά είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση του πρώτου σχολείου της Alliance Israelite στην πόλη (το 1873) [Νεχαμά, σ.1501] Ήταν ένας από τους ιδρυτές της περίφημης εφημερίδας La Epoca, του Σααδή Λεβή (έτος έκδοσης 1875) [JdS, 8/6/2908] Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι στην αρχή της η Epoca στηρίχτηκε από τον Μ.Αλλατίνη. ο οποίος (μάλλον με στόχο να προωθήσει διάφορα συμφέροντά του αλλά κυρίως την Alliance) «… χορήγησε τους απαραίτητους πόρους ώστε να συμπληρωθεί ο εξοπλισμός του τυπογραφείου και τον βοήθησε να βρει εθελοντές συντάκτες, κυρίως μέσα από τους κόλπους του Club des Intimes» γράφει στη σ. 1525 ο Νεχαμά. Το 1877, o Δαβίδ Μορπούργο, ως πρόεδρος της τοπικής επιτροπής, «δημοσιεύει στο δελτίο της Alliance Israelite ένα άρθρο όπου καταγγέλλει απροκάλυπτα την κατάσταση παρακμής του Ταλμούδ Τορά, τη ρυπαρότητα και την εγκατάλειψη στην οποία έχει αφεθεί ο οίκος αυτού του ιδρύματος. Το άρθρο κάνει τεράστια αίσθηση και προκαλεί σχεδόν σκάνδαλο. Όμως όλοι συμφωνούν ότι, όσο κι αν είναι βίαιο και σκληρό, δίνει ωστόσο την ακριβή εικόνα της θλιβερής πραγματικότητας» [Νεχαμά, σ. 1461]. Πρόεδρος της τοπικής επιτροπής είναι και το 1886, όπως προκύπτει από επιστολές του που περιέχονται στο αρχείο της ΑΙU [M.Anastassiadou, Salonique, 1830-1912, σ.345, σημ. 28]. Δεν ξέρω αν κατείχε τη θέση του προέδρου όλα τα χρόνια (1877 ως το 1886) ή διακοπτόμενα. H φωτογραφία είναι απόσπασμα του 4πτυχου του P. Zepdji από το 1873. Στο κέντρο, το αρχοντικό Αλλατίνη που ξεχωρίζει χάρη στον τεράστιο φωταγωγό και το διακοσμητικό μοτίβο με τους ρόμβους.
Το «καινούργιο» στοιχείο αφορά την οικογενειακή του ζωή, και είναι το όνομα της συζύγου του. Το μαθαίνουμε από δημοσίευμα του 1908 για το θάνατό της, 20 χρόνια μετά τον Δαβίδ που είχε πεθάνει το 1888. Giustina την γράφει η Journal de Salonique και το ότι δεν υιοθετεί την γαλλική γραφή του ονόματος μάς οδηγεί να συμπεράνουμε ότι ήταν ιταλικής καταγωγής. Ήταν επίσης συγγενής των Μοδιάνο, δεν ξέρουμε όμως πώς. Ο Δαβίδ Μ. και η Τζουστίνα είχαν παντρευτεί πριν το 1860, έτος που γεννήθηκε ο μοναχογιός τους Μοσέ Μορπούργο.
Το δημοσίευμα της JdS στις 8 Ιουνίου 1908: Χτες Κυριακή κατέληξε, μετά από μακρά ασθένεια, η Τζουστίνα χήρα του Δαβίδ Μορπούργο, μητέρα του κ. Μοσέ Μορπούργο, διευθυντή του Οίκου Αλλατίνη της πόλης μας. Αν και το θλιβερό συμβάν έλαβε χώρα αργά το απόγευμα, το νέο απλώθηκε στην πόλη σαν σύννεφο σκόνης προκαλώντας τα πιο οδυνηρά συναισθήματα στους κατοίκους όλων των τάξεων. Η σύζυγος του διάσημου Δαβίδ Μορπούργο (ο οποίος ήταντ ο δεξί χέρι του γιατρού Μωυσή Αλλατίνη στην ίδρυση των σχολείων και άλλων ιδρυμάτων που βοηθούσαν την ισραηλιτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης) ακολούθησε τα χνάρια του αξέχαστου συζύγου της -οικογενειακή παράδοση πια των Μορπούργο. Αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε φιλανθρωπικά έργα. Ορίστε ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Μας το μετέφερε ένας συνεργάτης μας και δείχνει πολλά για τα αισθήματα και την ζωή της θανούσας που ήταν η προσωποποίηση της απλότητας και της ταπεινότητας. «Στο τραμ, έβλεπα συχνά μια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε καρφωμένο το βλέμμα της συνεχώς στο μαρσπιέ της εισόδου. Μόλις ανέβαινε στο τραμ κάποια φτωχή γυναίκα -ισραηλίτισσα ή όχι- και επρόκειτο να ακολουθήσουν οι αναπόφευκτες συζητήσεις με τον οδηγό, η κα Μορπούργο χτυπούσε ελαφρά το χέρι του οδηγού και του έδινε τα χρήματα που η φτωχή γυναίκα πιθανόν δεν είχε. Αυτή η σκηνή επαναλαμβανόταν δέκα φορές στη διαδρομή από τον Λευκό Πύργο ως την αγορά. »Όλοι οι οδηγοί και πολλοί από τους επιβάτες κατέληξαν να γνωρίζουν αυτή την επιβάτισσα και την σέβονταν ως αγία. Καθώς δεν ήξερα το όνομά της, μια φορά ρώτησα ποια ήταν. Έμαθα ότι ήταν η σεβάσμια σύντροφος του ανθρώπου στον οποίο η προηγούμενη γενιά Εβραίων οφείλει την μόρφωσή του, η μητέρα εκείνου ο οποίος δίνει τόσες καλές συμβουλές και δείχνει τόση γενναιοδωρία στην σύγχρονη γενιά. Και υποκλίθηκα με σεβασμό» Από τη μεριά μας, υποκλινόμαστε με τον ίδιο σεβασμό μπροστά στη σορρό της, ενθυμούμενοι ότι ο μακαρίτης Δαβίδ Μορπούργο ήταν ένας από τους ιδρυτές της “Epoca” της μεγάλης μας αδελφής, στην οποία προσέφερε γενναιόδωρα την συνεργασία του στα δύσκολα πρώτα χρόνια. Στον κύριο και την κυρία Μωυσή Μορπούργο, στους συγγενείς και τους φίλους, σε όλους όσους χτύπησε η σημερινή απώλεια, εκφράζουμε τα βαθιά μας συλλυπητήρια και τα σέβη μας». «Η κηδεία της Τζουστίνας χήρας Μορπούργο θα γίνει σήμερα στις 4.30 το απόγευμα. H πομπή θα σχηματιστεί στο γραφείο τελετών που βρίσκεται στην συνοικία των Εξοχών, δίπλα ακριβώς από τη βίλα Αλλατίνη», γράφει παρακάτω η JdS, κι έτσι μαθαίνουμε και την ύπαρξη γραφείου τελετών δίπλα από την βίλα Η ώρα που τυπώνεται η εφημερίδα δεν τους επιτρέπει να βάλουν το ρεπορτάζ από την κηδεία, θα το βάλουν στο επόμενο φύλλο, καταλήγουν.
Eμείς θα το δούμε στην ώρα του, στο επόμενο κομμάτι του αφιερώματος στους Μορπούργο.