Το Μπεζεστένι επιβίωσε από διάφορες περιπέτειες

Χτισμένο επί Μωάμεθ Β’ (1432-1481), το Μπεζεστένι επιβίωσε από σεισμούς, φωτιές και …δημοσιογραφικές καμπάνιες.

Από την Μάρα Νικοπούλου

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/1075309932958639

Όπως όλα τα μπεζεστένια, χτίστηκε για υφασματαγορά, όπως δηλώνει και το περσικής ρίζας όνομά του. Στην ουσία, στέγαζε καταστήματα με πολύτιμα εμπορεύματα. Εδώ βλέπουμε τους έξι εντυπωσιακούς θόλους του, σε απόσπασμα της γνωστής πανοραμικής μετά την φωτιά του ’17 [από το gallica], κατά την οποία δεν καταστράφηκαν παρά μόνον κάποια από τα εξωτερικά μαγαζιά. Eπισκευάστηκαν γρήγορα και συνέχισε να λειτουργεί. Στον Μεσοπόλεμο, όμως, έπαθε πολλές ζημιές από δύο μεγάλες φωτιές. Η πρώτη, στις αρχές Ιανουαρίου 1927, χαρακτηρίστηκε «πρωτοφανής δια το μέγεθος των ζημιών της μετά την μεγάλην πυρκαϊάν της Θεσσαλονικης». Η αξία τους υπολογίζεται σε 12 εκατομμύρια και προήλθαν όχι μόνον από την φωτιά αλλά και από τα νερά της πυροσβεστικής καθώς τα περισσότερα μαγαζιά που στέγαζε ήταν Νεωτερισμοί και υφασματάδικα. Σώθηκαν κυρίως όσα βρίσκονταν εξωτερικά. Toν Nοέμβριο του 1928, η «Μακεδονία», δια χειρός Νίκου Φάρδη, ωρύεται για τις «ασχήμιες της Θεσσαλονίκης που πρέπει να λείψουν». Το τρίστηλο πρωτοσέλιδο συνοδεύει ένα σκίτσο με το Μπεζεστένι και φόντο το νεόκτιστο Μέγαρο Εργάς. «Αρχιτεκτονική ανορθογραφία πρώτου μεγέθους», γράφει η λεζάντα. Στο κείμενο εξηγεί -θυμωμένος που η προ ολίγων μηνών φωτιά δεν σήμανε το τέλος για το Μπεζεστένι: «[…] Η μανία της διατηρήσεως ‘κουλέρ λοκάλ’ επέτρεψε να επισκευασθεί το καέν Μπεζεστένιον και να μείνει ως μία κιτρινόμαυλος κηλίς εις την οδόν Βενιζέλου. Αρκετά χαρακτηριστικον είναι το δημοσιευόμενον σκίτσο. Προσέξατε την αντίθεσιν του Μπεζεστενίου προς το όπισθεν αυτού πανύψηλον μεγαρον. Δεν είναι βεβαιως και τούτο αρχιτεκτονικόν αριστούργημα, ούτε το παρουσιάζομεν ως υπόδειγμα δια τους προτιθέμενους και έχοντες τα μέσα να κτίσουν. Αποδεικνύει και αυτό αρχοντοχωριατισμόν»και έλλειψιν γούστου, αλλά επί τέλους είναι νέον και όταν το προσέξει κανείς θα ιδή ότι δεν του λείπουν μερικαί γραμμέ καλαισθητικαί, πνιγόμεναι από το βαρύ σύνολον. Ως τόσον αυτό το μέγαρον και άλλα παραπλεύρως και κάτω ευρισκόμενα παθαίνουν αισθητικήν αλλοίωσιν λόγω της γειτνιάσεως προς την τουρκικής αρχιτεκτονικήν ασχημίαν, την οποίαν δια της βίας ηθέλησαν να μας επιβάλλουν ως βυζαντινόν κατασκεύασμα, απαραίτητον δια το αστείον ‘κουλέρ λοκάλ’. Ωσάν να ήτο δηλαδή επιβεβλημένον να φέρη αιωνίως τον τύπον δυσάρεστου παρελθόντος, χάριν των διεστραμμένων γούστων τουρκόφιλων ξένων. Με την αχαρακτήριστον αυτήν επιμονήν των αρμοδίων να θεραπεύσουν γούστα αρρώστων ψυχών και την σημερινήν αρχιτεκτονική αρρυθμίαν, κατωρθώθη να μεταβληθή η πόλις αυτή εις αρλεκίνον δυσειδέστατον». Τον Φεβρουάριο του 1930, το Μπεζεστένι, ως «ανταλλάξιμο», βγαίνει σε δημοπρασία από την Εθνική Τράπεζα με τιμή εκκινήσεως επτά εκατομμύρια. Λίγο μετά όμως, στα τέλη Μαρτίου 1930, γίνεται μία ακόμα πυρκαγιά με μεγάλες καταστροφές. Όλοι μιλάνε για εμπρησμό. Λίγες μέρες μετά, μάλιστα, ο Διοπτροφόρος στη Μακεδονία, «θυμάται» την ιστορία του πλούσιου Νατζαρή που φρόντιζε να καίει «εξ αποστάσεως» την αποθήκη του και να εισπράττει ασφάλιστρα… Και ο νοών νοείτο. Η Εθνική Τράπεζα συνεχίζει τις δημοπρασίες. Τώρα πια για τριετή εκμίσθωση -ολόκληρου ή τμηματικά, τον Ιούλιο. Αλλά και για επισκευές, τον Σεπτέμβριο, καθώς προφανώς δεν μπορούσαν να το νοικιάσουν ως είχε. Τον Νοέμβριο, μιλάνε για 4ετή εκμίσθωση στο κείμενο, και για 3ετή στον τίτλο. Άγνωστο τι ίσχυε. Τον Σεπτέμβριο 1930, η «Μακεδονία» δημοσιεύει συνέντευξη του Εμπράρ σχετικά με το Μπεζεστένι και το Χαμζά Μπέη και τα λουτρά στο Καπάνι και την Αγ. Σοφίας «…μερικά παλαιά οικοδομήματα, τα οποία δεν εννοεί το Σχέδιον Πόλεως να κατεδαφίσει ως…αρχαιότητας». Ο Εμπράρ λέει ότι βλέπει «τα πράγματα από καλλιτεχνικής απόψεως». Ο δημοσιογράφος διαφωνεί και ο Εμπράρ λέει ότι δεν θέλει να επιβάλει την άποψή του και ούτε πιστεύει ότι πρόκειται περί αρχαιότητας. «Και ούτε πρέπει να είναι αρχαιότηας κάτι δια να ικανοποιήσει τον καλλιτέχνην». Αυτό ήθελε η εφημερίδα: να υποστηρίξει ότι ο Εμπράρ αφήνει «ελευθερίαν ενεργείας εις την Αρμόδιαν Υπηρεσίαν» για τα λουτρά. Για το Χαμζά (που σ’ εκείνη τη φάση λειτουργούσε ως καπναποθήκη) και το Μπεζεστένι, Εμπράρ και «Μακεδονία» συμφωνούν ότι πρέπει να γίνουν μουσεία. Το Μάρτιο του 1931, η αναγγελία για την τριετή ενοικίαση ξεκαθαρίζει ότι θα υπάρχει το δικαίωμα υπεκμίσθωσης. Παρόλ’ αυτά, μέχρι τον Νοέμβριο δεν έχει επιτευχθεί, οπότε τότε δίνουν και το ποσό: 90.000 ετησίως. Ενώ τον Δεκέμβριο, το βγάζουν ξανά και για πώληση. Αυτή τη φορά για 4.000.000 αντί για τα αρχικά 7.000.000 τρία χρόνια πριν. Τον Φεβρουάριο του 1932, η Α’ προσφορά της πλειοδοτικής δημοπρασίας έχει πέσει ακόμα πιο πολύ: 3.240.000 δρχ. Το Μπεζεστένι στα χρόνια του Μεσοπολέμου, λογικά μετά τις εργασίες επισκευής από την πυρκαγιά.