Για τον σερ Άλφρεντ Μπιλιότι, Γενικό Πρόξενο της Βρετανίας
Τώρα που το Βρετανικό Μουσείο (ξανα) ήρθε στην ελληνική επικαιρότητα, ευκαιρία να πούμε λίγα λόγια για τον σερ Άλφρεντ Μπιλιότι, άλλον έναν Λεβαντίνο που πέρασε από την Θεσσαλονίκη, υπηρετώντας ως Γενικός Πρόξενος της Βρετανίας (1899-1903). Tον συναντήσαμε ήδη σε «κοσμικές» εκδηλώσεις όταν παρακολουθούσαμε τις οικογένειες Ασλάν, Σαρνώ κ.λπ.. Ωστόσο, ήταν μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση που αξίζει μια παραπάνω αναφορά. «Ποτέ δεν υπήρξε πιο ατρόμητος και αυτοδύναμος υπηρέτης της Βρετανίας, χωρίς σταγόνα βρετανικού αίματος στις φλέβες του», έγραψε γι’ αυτόν ο αρχαιολόγος David George Hogarth. Η καριέρα του σε δύο διαφορετικούς (αλληλένδετους όμως τότε) τομείς ήταν σπουδαία. Ωστόσο, η δράση του στο διπλωματικό σώμα ξεχάστηκε μετά το 1903 -η Θεσσαλονίκη ήταν η τελευταία πόλη στην οποία υπηρέτησε- για να έρθει ξανά στην επιφάνεια από το 1990 και μετά, όταν οι ερευνητές της ιστορίας των τελευταίων χρόνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Βαλκανίων βρήκαν στις αναφορές του μια εξαιρετική πηγή πληροφοριών. Η άλλη του καριέρα, σε σημαντικότατες αρχαιολογικές ανασκαφές, είναι αυτή που του είχε δώσει τον χαρακτηρισμό «κυνηγός θησαυρών» και ο λόγος που κάποιοι Γάλλοι επισκέπτες στην Κρήτη είχαν αστειευτεί λέγοντας ότι «τον Σερ Άλφρεντ Μπιλιότι τον έχρισε ιππότη το Βρετανικό Μουσείο».
[Κύριες πηγές: David Barchard, “The fearless and self-reliant servant. The life and career of Sir Alfred Biliotti (1833-1915, an Italian Levantine in British service”. Journal de Salonique, British Museum κ.ά.]
Μάρα Νικοπούλου
Aν και αρκούντως αγενές, το σχόλιο των Γάλλων ήταν μάλλον δικαιολογημένο, καθώς στο Βρετανικό Μουσείο υπάρχουν 4832 (!!!) αντικείμενα άμεσα σχετιζόμενα με τον Μπιλιότι. Η πλειοψηφία τους προέρχεται από τις ανασκαφές στην Κάμειρο και την Ιαλυσό της Ρόδου. Κατ’ άλλους ο αριθμός αυτός ανέρχεται σε πάνω από 9000… Η φωτογραφία, μόνον ενδεικτική, από το ίδιο το Μουσείο. https://www.britishmuseum.org/collection/term/BIOG57409?id=BIOG57409&page=1&fbclid=IwAR0VrXrG27OTyDbDMS2wITekyHVyZ0HVrWUmD-2gVoW9OW9MnDF-HZHWnUQ#page-top (στο related objects)
Ο Άλφρεντ Μπιλιότι γεννήθηκε το 1833 στη Ρόδο. O πατέρας του, Κάρλο Μπιλιότι, έμπορος από το Λιβόρνο. Εγκαταστάθηκε στη Ρόδο και εκεί υπηρέτησε ως προξενικός πράκτορας (Βρετανίας, αλλά και Ισπανίας και Τοσκάνης), μετά ως δραγουμάνος και αργότερα ως έμμισθος υποπρόξενος σε Χίο-Μυτιλήνη και Ρόδο. Ο Άλφρεντ, πρώτος από επτά αδέρφια, δεν έλαβε «επίσημη» εκπαίδευση, καθώς τότε δεν υπήρχαν καθολικά σχολεία σε Ρόδο, Μάκρη, Χίο και Μυτιλήνη. Αν παρακολούθησε κάποιο, αυτό θα ήταν στο Αϊβαλί ή την Σμύρνη (το πιθανότερο). Σίγουρα όμως έλαβε κάποια ιδιαίτερα μαθήματα και ήταν πολύγλωσσος (ιταλικά, γαλλικά, ελληνικά, αγγλικά, τουρκικά), αν και τα αγγλικά του δεν ήταν περίφημα και λοιδωρήθηκε γι΄αυτό αρκετά στην μετέπειτα διπλωματική καριέρα του. Παρ’όλ’ αυτά, ξεκίνησε ως δραγουμάνος (ελληνικά προς αγγλικά) και ως τέτοιος βρέθηκε σε νεαρότατη ηλικία να είναι ο μόνος μη Άγγλος βοηθός του Charles Newton, απεσταλμένου του Βρετανικού Μουσείου για να «ερευνήσει» για αρχαιότητες στα νησιά και την Μικρά Ασία Ο Νιούτον, έφτασε πρώτα ως υποπρόξενος στην Μυτιλήνη, με σαφείς οδηγίες να τον αφήνουν να ταξιδεύει όσο ήθελε και τα προξενικά του καθήκοντα ήταν σε δεύτερη μοίρα. Ο ίδιος ο Μπιλιότι, αρχικά από τη θέση του άμισθού υποπροξένου στη Ρόδο, και μετά του προξένου σε Ρόδο, Τραπεζούντα, Κρήτη δεν σταμάτησε τις ανασκαφές και ήδη στα τριάντα του είχε άμεση αλληλογραφία για αρχαιολογικά θέματα με τον πρωθυπουργό της Βρετανίας, τον υπουργό εξωτερικών και -φυσικά- το Βρετανικό Μουσείο. Ως διπλωμάτης, έχαιρε της …αντιπάθειας και του βασιλιά Γεωργίου Α και του Αβδουλχαμίτ, και αρκετών Βρετανών. Στις μέρες μας, οι αναφορές του, μολονότι γραμμένες σε κακά αγγλικά, κρίνονται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες γιατί προσφέρουν καταγραφή γεγονότων και πολλά στοιχεία (δημογραφικά, για τη γεωργία κλπ) αντί για γενικολογίες. Παρότι οι πηγές του ήταν κυρίως Έλληνες (συχνά ‘εθνικιστές’, όπως χαρακτηρίζονταν), στην Κρήτη της ταραγμένης δεκαετίας του 1890 από τη μια υπερασπίστηκε τον άμαχο μουσουλμανικό πληθυσμό κι από την άλλη θεωρήθηκε ότι προωθεί την μη πληρωμή φόρων στην Οθωμανική Διοίκηση.
Το 1899, η μετάθεσή του από την Κρήτη στην Θεσσαλονίκη ήταν στην ουσία δυσμενής, καθώς όλες οι πλευρές -Έλληνες, Οθωμανοί και αρκετοί Βρετανοί- είχαν (ή θεωρούσαν ότι είχαν) λόγους να είναι δυσαρεστημένοι μαζί του. «O διορισμός του δεν ευχαρίστησε τις Οθωμανικές Αρχές που προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να τον αποτρέψουν», γράφει ο D. Barchard (σ. 50). Aλλά δεν ήταν ευχάριστο νέο ούτε για τον ίδιο τον Μπιλιότι που παρά το γεγονός ότι ερχόταν σε μια πολύ μεγαλύτερη πόλη, υποβαθμιζόταν μισθολογικά (σ. 49) Φτάνει στην Θεσσαλονίκη, λίγα χρόνια πριν την υποχρεωτική σύνταξή του (η Βρετανία αποσύρει τους διπλωμάτες στα 70 τους), σε μια εποχή που η Μακεδονία βράζει από αντιθέσεις και συγκρούσεις. Στην Journal de Salonique, παρακολουθούμε τις κινήσεις που κλασικά κάνει ένας πρόξενος: Υποδέχεται και συνοδεύει τον Πρέσβη της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη κατά την επίσκεψή του στην Θεσ/νίκη, δίνει χρήματα για τις χήρες των πεσόντων στην Αφρική, πηγαίνει να δει τον ραβίνο των Χανίων που ήταν περαστικός από την πόλη, παρίσταται στη γιορτή της Γερμανικής Σχολής, μαζεύει την αγγλική κοινότητα για να γιορτάσουν μια νίκη τους στον πόλεμο των Μπόερς, ξεναγείται -μαζί με την σύζυγό του- στο ιατρείο της Συνοικίας Χιρς και ενθουσιάζεται.
Δεξιώνεται την αγγλική κοινότητα και επισήμους στο προξενείο για την επέτειο ενθρόνισης της Βασίλισσας Βικτωρίας, τον Φεβρουάριο 1901, μαθαίνουμε πότε επιστρέφει από διακοπές (Κρήτη και Ευρώπη), υποδέχεται τον αγγλικό στόλο και βέβαια γιορτάζει την στέψη του Εδουάρδου VII τον Αύγουστο του 1902. Από αυτά τα αποκόμματα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον νομίζω ότι έχει ένα όχι επίσημο δείπνο που παραθέτει στον Ευγενιάδη, τον Γεν. Πρόξενο της Ελλάδας στην Θεσσαλονίκη, μία μέρα πριν ο τελευταίος φύγει για την Κωνσταντινούπολη. Καθώς και το γεγονός ότι η JdS επιλέγει να το αναφέρει... Μην ξεχνάμε ότι ο Μπιλιότι συζητήθηκε αρκετά για την ‘’ουσιαστική δουλειά’’ ενός προξένου, δηλαδή την συλλογή πληροφοριών και την σύνταξη αναφορών, και το γεγονός ότι βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε Έλληνες πληροφοριοδότες. Από την άλλη, φαίνεται ότι την άνοιξη του 1903 εκνευρίστηκε πολύ με ένα άρθρο στο οποίο ο Ε.J. Dillon ισχυριζόταν ότι οι Τούρκοι ευθύνονταν για 3000 θανάτους σε συγκρούσεις στην Θεσσαλονίκη και, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να χαρακτηριστεί φιλότουρκος, έστειλε πολλές ‘παθιασμένες’ αναφορές στις οποίες έλεγε ότι οι νεκροί πρέπει να ήταν γύρω στους 50 και κατηγόρησε τον Ντίλον ότι τραβάει την προσοχή από ζητήματα που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν, αλλά και ότι οι όποιες βιαιότητες των Τούρκων ανήκουν στο παρελθόν και τίποτα δεν φτάνει την βία και τον τρόμο που επικρατούν στην ύπαιθρο της Μακεδονίας λόγω των συμμοριών. Κάτι που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά η Τουρκία καθώς φοβάται μήπως χαρακτηριστεί για βιαιότητες. Μόνη λύση, κατά τη γνώμη του Μπιλιότι, ένας στρατιωτικός νόμος που θα επέτρεπε στις Αρχές να αντιμετωπίσουν με συνοπτικές διαδικασίες όποιον έβρισκαν να έχει όπλα, πυρομαχικά ή δυναμίτη. [D. Barchard, σ. 50-51]. Από τα στοιχεία που δίνονται από τον Barchard δεν ξεκαθαρίζεται για ποιες συγκρούσεις μιλάει -πάντως πρόκειται για κάτι που ίσως προηγείται της υπόθεσης των Βαρκάρηδων, μιας και οι ημερομηνίες των επιστολών είναι 28 κ 29 Απριλίου.
Όπως και να ’χει, από την αναζήτηση στην JdS δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναφορά στον Μπιλιότι από τον Αύγουστο του 1902 μέχρι και την αναχώρησή του, τον Ιούλιο 1903, οπότε και του αφιερώνουν μία γραμμή: Με το ιταλικό ‘Βιρμανία’ έφτασε χτες στην πόλη ο νέος γενικός πρόξενος της Βρετανίας, κ. Ρόμπερτ Γ. Γκρέιβς, πήγε στο ξενοδοχείο Ιμπεριάλ και θα αναλάβει άμεσα τα καθήκοντά του. «Ο σερ Άλφρεντ Μπιλιότι θα φύγει σύντομα από την πόλη». Και κάπως έτσι, ο συνταξιούχος πλέον διπλωμάτης Μπιλιότι αποσύρθηκε με την οικογένειά του στη Ρόδο. Πέθανε εκεί το 1915 και θάφτηκε στο Καθολικό Κοιμητήριο.