Το μυστήριο των έξι επιτύμβιων βωμών της Πυλαίας
Από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης αναδημοσιεύουμε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο και τις συνοδευτικές φωτογραφίες για τους επιτύμβιους βωμούς της Πυλαίας.
“Ιστορίες της πόλης... “Το μυστήριο των έξι επιτύμβιων βωμών της Πυλαίας”
Στις 18 Ιανουαρίου 1916, εργάτες του αγγλικού στρατεύματος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, κατασκευάζοντας στην περιοχή «Ρίγανη» τον δρόμο που οδηγούσε προς τον Χορτιάτη, εντόπισαν σε παρακείμενο ρέμα, 400 μ. ΝΔ του μικρού τότε οικισμού της Πυλαίας, έξι μαρμάρινους επιτύμβιους βωμούς ρωμαϊκών χρόνων.
Ειδοποιήθηκε η αστυνομία και η Εφορεία Αρχαιοτήτων, οι βωμοί ανασύρθηκαν και τοποθετήθηκαν προσωρινά στο δημοτικό σχολείο, καθώς, λόγω του μεγάλου βάρους τους, δεν ήταν δυνατή η μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη. Στην πίσω σελίδα της αναφοράς του αστυνόμου της Πυλαίας, αναγράφεται: «δυσχερής η μεταφορά αυτών, η πλαξ ζυγίζει οκάδας 1000». Οι βωμοί παρέμειναν στο σχολείο μέχρι το 1963, οπότε μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Πρώτος ο φιλάρχαιος γυμνασιάρχης Χ. Γ. Γουγούσης δημοσίευσε τους βωμούς στις 2 και στις 7 Φεβρουαρίου 1916 στις εφημερίδες «Νέα Αλήθεια» και «Μακεδονία». Οι βωμοί έχουν παρόμοιες διαστάσεις (1,20-1,50 μ. ύψος, 0,60-0,70 μ. πλάτος) και μορφή (εικ. 1, 2): τετράπλευροι, με κυμάτια στη βάση και την επίστεψη – απολαξευμένα σε δύο από αυτούς. Οι τρεις έχουν ανάγλυφες παραστάσεις στην κύρια όψη (οπλίτης, Θράκας ιππέας με επιγραφή και Ίσις Πελαγία) και οι άλλοι τρεις μόνο επιγραφές.
Η ταύτιση της περιοχής ανεύρεσης των βωμών βασίζεται στις τοπογραφικές πληροφορίες που μας δίνουν η αναφορά της αστυνομίας, το άρθρο του Γουγούση και ο άγγλος επιγραφολόγος M. N. Tod, σε συνδυασμό με ένα σκίτσο-χάρτη του γάλλου αρχαιολόγου L. Rey, σύγχρονο της εύρεσης των βωμών (εικ. 3). Από τον χάρτη αυτόν έχουμε τη χάραξη του δρόμου, ο οποίος ήταν τότε το νότιο όριο του οικισμού της Πυλαίας και υπάρχει μέχρι σήμερα στην πορεία των οδών Βεργίνας-Μ. Αλεξάνδρου-Πρασακάκη, μέχρι τη συμβολή του με την οδό Πυλαίας-Πανοράματος (Τζων Κέννεντυ), στο ύψος του κολλεγίου «Ανατόλια» (εικ. 4). Επιβεβαίωση της χάραξης του δρόμου αυτού έχουμε σε μία αεροφωτογραφία της RAF από το 1944 (εικ. 5), όπου, νότια του οικισμού, φαίνεται το ρέμα, στο οποίο βρέθηκαν οι βωμοί, τοποθετημένοι σε τετράγωνο σκάμμα, ο ένας δίπλα στον άλλο, έτσι ώστε να δημιουργείται μια επίπεδη επιφάνεια, μια βάση.
Η ταύτιση της ακριβούς θέσης ανεύρεσης είναι σήμερα αδύνατη για τον πρόσθετο λόγο ότι, από τους τρεις αυτόπτες μάρτυρες, ο αστυνόμος αναφέρει την περιοχή «Ρήγανη», ο Γουγούσης γράφει «…παρά το πρώτον αμπέλι…» και ο Tod «…in the bed of a stream below Ampelia, a vineyard area lying about a quarter of a mile S.W. of the village of Kapudjilar…».
Από πληροφορίες των γηραιότερων πυλαιωτών γνωρίζουμε ότι η θέση «Ρίγανη» βρισκόταν νότια της οδού Βεργίνας και δυτικά της Περιφερειακής Τάφρου. Τα «Αμπέλια» εκτείνονταν νότια του κολλεγίου «Ανατόλια» και έφταναν δυτικά μέχρι το ρέμα που αναφέρθηκε, σε απόσταση 400μ. από τον παλιό οικισμό – στο τέρμα των λεωφορείων του ΟΑΣΘ.
Απ’ όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η εγγύτερη περιοχή ανεύρεσης των βωμών είναι το τμήμα του -μη ορατού σήμερα- ρέματος, που ξεκινά από τη συμβολή της οδού Εγνατίας με την οδό Ισμήνης και, χωροθετούμενο κάτω από την οδό Θεσσαλονίκης, φτάνει μέχρι περίπου την συμβολή της με την οδό Ηροδότου, με πιθανότερο σημείο την αρχή της «διαδρομής» αυτής (Εγνατίας/Ισμήνης – εικ. 4, «Χ»), καθώς εδώ υπάρχουν όλες οι τοπογραφικές παράμετροι: ρέμα-δρόμος-400μ. από τον οικισμό. Την υπόθεσή μας αυτήν ενισχύει και η θεωρία που διατυπώθηκε από τον Χ. Γ. Γουγούση, ότι δηλαδή οι βωμοί μεταφέρθηκαν εκεί από το ανατολικό νεκροταφείο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης, προκειμένου να χρησιμεύσουν στη θεμελίωση μιας γέφυρας, η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η προέλευσή τους από τη Θεσσαλονίκη είναι η μόνη υπόθεση που ευσταθεί, μέχρι να βρεθεί στην περιοχή ένας οικισμός του 2ου/3ου αιώνα μ.Χ., κάτι διόλου απίθανο, καθώς η Πυλαία μάς έχει συνηθίσει σε αρχαιολογικές εκπλήξεις και δεδομένου ότι στην περιοχή της λεγόμενης «Καμάρας» έχουν βρεθεί και άλλες αρχαιότητες της εποχής αυτής, όπως π.χ. ένας ακόμη επιτύμβιος βωμός και το ακέφαλο άγαλμα της Μεγάλης Ηρακλειώτισσας.
Είναι άγνωστη η εποχή της μεταφοράς των βωμών για τη δεύτερή τους χρήση. Η μόνη ένδειξη, που μας κατευθύνει στη βυζαντινή εποχή, είναι ο δικέφαλος αετός που υπάρχει χαραγμένος στην πλευρά ενός από τους βωμούς (εικ. 6). Ο δικέφαλος αετός χρησιμοποιήθηκε στην βυζαντινή τέχνη από τον 11ο αιώνα και υιοθετήθηκε ως αυτοκρατορικό έμβλημα από τον 13ο αιώνα και εξής”.
Πρωτότυπη ανάρτηση στην σελίδα της Εφορείας: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid02iZk8TKm2NDL6bPj3edXjZ7nH6eyhfj2TCB38eUzSKXfj6cWeohEEQKENA8hwEcyzl&id=100068773424009