Η Υφανέτ
Κατηφορίζοντας την προηγούμενη Κυριακή ημέρα εκλογών την Ομήρου , το βλέμμα μου έπεσε σ ένα πανύψηλο σοβαντισμένο μαντρότοιχο . Στη διασταύρωση με την Περδίκα , ο σοβάς μισοφαγωμένος από τα χρόνια αποκάλυπτε τα κόκκινα μασίφ τούβλα του που ήταν χτισμένος . Στην γωνία η παλιά διπλή σιδερένια πόρτα κι ανάμεσα από φυλλωσιές , συρματοπλέγματα , αφίσες και κακόγουστα γράφιτις , διάβασα ψηλά σε ημικύκλιο με μεταλλικά γράμματα την λέξη ΦΑΜΠΡΙΚΑ * ΥΦΑΝΕ , προφανώς έλειπε το Τ . Είδα το γνώριμο παλιό εγκαταλειμμένο για χρόνια εργοστάσιο υφαντουργίας την περίφημη ΥΦΑΝΕΤ , που κυριαρχούσε στην πόλη , όταν ακόμη υπήρχε βιομηχανία , που με τα χρόνια κόντευα να ξεχάσω . Θύμησες παιδικές ανακατεμένες με νοσταλγία με κυρίευσαν αμέσως . Πόσος κόσμος , άνδρες και γυναίκες για χρόνια δούλευαν εδώ μέσα . Όλη η γειτονιά κι όλη η Θεσσαλονίκη , είχε κάποιον δικό της , που πολλές φορές σε 3 βάρδιες έβγαζαν τα προς το ζειν εργαζόμενοι εκεί σκληρά . Οικογένειες στήθηκαν , παιδιά μεγάλωσαν , μορφώθηκαν , σ αυτό εδώ το εργοστάσιο . Η μοίρα σκληρή , αδυσώπητη κι η άθλια εξέλιξη των πραγμάτων στη χώρα μας , το έβγαλε εκτός .
Η μνήμη μου ακόμη πιο σκληρή συνδύασε αμέσως την ΥΦΑΝΕΤ με το περίφημο 2ο Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης και το Παράρτημα Εθνικής Ασφάλειας που στεγαζόταν εκεί δίπλα στην απέναντι γωνιά . ´Ενα όμορφο διώροφο με αυλή και κήπο , περιφραγμένο με σιδερένια κάγκελα , δεν προϊδέασε του τι υπήρχε εκεί μέσα . Περνούσαμε τρέμοντας από έξω ακόμη και παιδιά , ξέροντας τι σε περίμενε αν από κάποιο λόγο ακόμη και χαζό βρισκόσουν εκεί μέσα . Δεν θέλω να συνεχίσω γιατί θα αναγκαστώ να πω θλιβερά πράγματα κι ας πάνε στη λήθη καλύτερα όλα αυτά . Μεσημέριασε κι από το πολύ χάζι στην παλιά γειτονιά έχασα την ώρα μου κι έπρεπε να βιαστώ να πάω να ψηφίσω στο Γυμνάσιο στην Ομήρου 2-4 στο παλιό Ρωσικό Νοσοκομείο , κτίσμα των αρχών του 20ου αιώνα.
Εκεί είδα για πρώτη φορά το φως του ήλιου , την περίοδο που ήταν το Δημοτικό Μαιευτήριο της πόλης μας . Μπήκα στην αυλή από το πλάι και είδα το επιβλητικό κτίριο . Αριστερά και πίσω του την αίθουσα που γεννήθηκα, που το μικρό της παράθυρο έβλεπε από ψηλά πίσω , εκεί που σήμερα περνάει η κεντρικότερη λεωφόρος , της πόλης η Νέα Εγνατία . Τότε ήταν ακόμα μια αδιαμόρφωτη χωμάτινη αλάνα , από όπου ο πατέρας μου πατώντας σ ένα ξύλινο κασόνι , σήκωνε ψηλά ένα καλάθι με όλα τα καλούδια που μπορούσε να βρει την δύσκολη εκείνη εποχή . Τα έφερνε στην μεγάλη του αγάπη τη λεχώνα μητέρα μου , με όλα όσα χρειαζόταν αυτή και όλες οι άλλες γυναίκες της αίθουσας ακόμη και οι νοσοκόμες . Ο πατέρας μου γαλαντόμος όπως ήταν , δεν άφηνε κανένα χωρίς να ευχαριστήσει για την περιποίηση που πρόσφεραν στην μητέρα μου , που έφερε στον κόσμο τον διάδοχό του τον σκληρό εκείνο Ιούνιο , στην καρδιά της πιο απάνθρωπης κατοχής που γνώρισε η χώρα μας . Αντιπροσώπευα γι αυτόν ό,τι πιο ωραίο πιο αγνό είχε , την ελπίδα για το μέλλον.
Αμέσως όμως μετά η μοίρα χτύπησε ανελέητα το δίμετρο όμορφο παλληκάρι με τα γαλανά μάτια και την χρυσή καρδιά . Πήρε πρώτα μαζί της στα τέσσερά της την μικρή Ροδούλα του , από την συνηθισμένη αρρώστια που θέριζε τα μικρά παιδιά την αβιταμίνωση και τελειωτικά και τον ίδιο αμέσως μετά , πάνω στο άνθος της ηλικίας του …
Γιώργος Κωτσίδης