Ο θεσσαλονικεύς μαθηματικός Δημήτριος Κυδώνης

Δημήτριος Κυδώνης (περ. 1324-1397), Ένα αφιέρωμα στο έργο του θεσσαλονικέως μαθηματικού, από τον Νίκανδρο Καστανίδη.

Πιθανότατα ο μοναδικός θεσσαλονικιός που σχολίασε τα “Στοιχεία” του Ευκλείδη Τα “Στοιχεία” του Ευκλείδη είναι το σημαντικότερο έργο της Αρχαίας Ελληνικής Κληρονομιάς. Διαδόθηκε, μελετήθηκε και μεταφράστηκε σ’ όλους τους πολιτισμούς. Ακόμη και σήμερα διαβάζεται κι επανεκδίδεται. Κανένα άλλο έργο δεν έχει τέτοια ακτινοβολία (ούτε καν ο Παρθενώνας).

Στην ιστορία της ελληνικής παιδείας, παραμελήθηκε και περιθωριοποιήθηκε τη βυζαντινή περίοδο, ως παγανιστικό αποκύημα. Και μετά τον 13ο αιώνα, η στάση του βυζαντινού κατεστημένου έγινε ακόμη πιο απόμακρη στο έργο αυτό, γιατί απηχούσε και την προπαγάνδα της Καθολικής Εκκλησίας. Πολύ λίγες είναι οι περιπτώσεις που βυζαντινοί λόγιοι έδειξαν σχετικό ενδιαφέρον κι ακόμη λιγότερες το δίδαξαν, έστω ένα μέρος του. Η κακοδαιμονία αυτή συνεχίστηκε σ’ όλη τη μεταβυζαντινή ελληνική παιδεία και στη σύγχρονη περίοδο. Μόνο κάποιες περιστασιακές αναλαμπές υπήρχαν και συνήθως χωρίς συνέχεια.

Ο Δημήτριος Κυδώνης είναι μια από τις εξαιρέσεις στη γενικότερη ελληνική αδιαφορία κι απάθεια για τα “Στοιχεία” του Ευκλείδη. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και η οικογένειά του ήταν απ’ τις πλουσιότερες της πόλης. Ο πατέρας του είχε διασυνδέσεις με την αυλή του Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341) και συνδεόταν φιλικά με τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Μάλιστα, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Καντακουζηνός ανέλαβε την προστασία της οικογένειας του Κυδώνη. Ευτύχησε να έχει δασκάλους: το φιλόσοφο και μαθηματικό Βαρλάαμ τον Καλαβρό (περ.1296 -1348) και το θεολόγο Νείλο Καβάσιλα (περ. 1300-1363), που ήταν και μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, την περίοδο 1361-1363. Ο Βαρλαάμ ήταν επηρεασμένος από τον σχολαστικισμό της Καθολικής Εκκλησίας και ως εκ τούτου υπέρμαχος των αποδείξεων, όχι μόνο των μαθηματικών αποδείξεων, αλλά και των φιλοσοφικών και των θεολογικών αποδείξεων. Αντίθετα ο Νείλος Καβάσιλας ήταν εχθρικός στην Καθολική Εκκλησία και υπέρμαχος της μυστικής θεολογίας του ησυχασμού, που απαξιώνει τις αποδείξεις κι όλη τη σχετική κουλτούρα (δηλ. και τον Ευκλείδη).

Ο Κυδώνης συμπλήρωσε τις γνώσεις του με την εκμάθηση της λατινικής γλώσσας στην Κωνσταντινούπολη. Τότε προσλήφθηκε στην υπηρεσία του Ιωάννη Καντακουζηνού (1292-1383) και αναδείχθηκε σε ανώτερο αξιωματούχο της βυζαντινής αυλής. Τη θέση του αυτή διατήρησε και μετά το 1354, όταν επικράτησε ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος. Από τα πρώτα του χρόνια στην αυτοκρατορική αυλή είδε και ενοχλήθηκε από τους νεοφώτιστους μοναχούς που προπαγάνδιζαν τον ησυχασμό και την έχθρα τους στους δυτικόφιλους, μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας και των αξιωματούχων του περιβάλλοντός τους. Κι αυτό γιατί πρέσβευε κι εργαζόταν υπέρ της συνεννόησης με τους Δυτικούς, για να σωθεί το Βυζάντιο από τον κίνδυνο της κατάρρευσής του. Παράλληλα δεν συμπαθούσε τον θρησκευτικό φανατισμό και τις θεοκρατικές συμπεριφορές στη βυζαντινή κουλτούρα της εποχής του. Ήταν εξοικειωμένος με την κοσμική παιδεία, την οποία υποστήριζε και μ’ αυτό τον προσανατολισμό έβλεπε πιο κατάλληλο τον θεωρητικό λόγο του Θωμά Ακινάτη (1226-1274), έργα του οποίου μετάφρασε μαζί με τον αδελφό του Πρόχορο Κυδώνη (1333-1370). Ανάπτυξε πολύπλευρα θεολογικά και πολιτικο-κοινωνικά ενδιαφέροντα και δεν έκρυβε την ενασχόλησή του με την μαθηματική κληρονομιά των Αρχαίων Ελλήνων, σχολιάζοντας τον Ευκλείδη και τον Διόφαντο.

Ένας από τους παλιότερους παπύρους που διασώζεται με απόσπασμα των Στοιχείων του Ευκλείδη στους Παπύρους της Οξυρύγχου (1ος-2ος αιώνας) Δύο σελίδες από την πρώτη τυπωμένη έκδοση των “Στοιχείων” του Ευκλείδη, στα λατινικά, από την αραβική μετάφραση του ιταλού αστρονόμου και μαθηματικού Iohannes Campanus της Novara [ή Giovanni Campano] (περ. 1220 – 1296). Τυπώθηκε το 1482 στη Βενετία από το γερμανό τυπογράφο Erhard Ratdolt (1442–1528). Ένα απόσπασμα από την έκδοση του Simon Grynaeus Μια σελίδα από χειρόγραφο της εβραϊκής μετάφρασης (από τα αραβικά) του Moses ibn Tibbon (περ. 1240-περ. 1283) των “Στοιχείων” του Ευκλείδη, που μεταγράφηκε από τον Abraham ben Judah, κρητικής καταγωγής, το 1374-5. Η αρχική μετάφραση του Moses ibn Tibbon ολοκληρώθηκε το 1270. Εβραϊκή έκδοση των “Στοιχείων” του Ευκλείδη, σε μετάφραση του ραβίνου BARUCH B. JACOB (περ. 1740-περ. 1812). Εκδόθηκε στη Χάγη το 1780 από τους Leib Soesman, J.H. Munnikhuizen. [Η έκδοση αυτή είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα : https://www.hebrewbooks.org/pdfpager.aspx?req=42234&st&pgnum=1&fbclid=IwAR1eoSFGDM9BIfX6vm2HzPnn_saa61wm5zx2vrEDCN1pP0Ej7fsD8AnKFPg ] Η πρώτη έκδοση των “Στοιχείων” του Ευκλείδη στην ελληνική γλώσσα, το 1533 στη Βασιλεία της Ελβετίας, με την επιμέλεια του λουθηριανού θεολόγου Simon Grynaeus (1493-1541). Η πρώτη σελίδα της έκδοσης του 1482. [Η προμετωπίδα της συγκεκριμένης έκδοσης δεν διασώθηκε.]