Ο κος Χριστιανόπουλος
Ο κος Χριστιανόπουλος. Βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Από το 1958 ως το 1965, στον 2ο όροφο του κτηρίου της ΧΑΝΘ.
Καλύτερη θέση για κάποιον τόσο διψασμένο για έρευνα, δεν υπήρχε. Νοικοκύρεψε τη Βιβλιοθήκη αξιοποιώντας το ανεκμετάλλευτο υλικό της. Κατέγραψε όλα τα έργα τέχνης της συλλογής της. Σκανδάλισε τη συντηρητική μας πόλη με τα ποιήματα του, και την αγάπη του για το ρεμπέτικο. Από τα κατηχητικά, στο πυρ το εξώτερον. Τον Αύγουστο του 1965, όταν ο Σαββόπουλος μελοποίησε και τραγούδησε το ποίημα του “Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας”, παραιτήθηκε από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Προηγήθηκε κι ένα διήγημα εναντίον του Β. Βασιλικού που χειροτέρεψε την κατάσταση.
Μητροπόλεως 19, μέσα στην Στοά Χρυσικοπούλου, σε όροφο, έστησε τις εκδόσεις “Διαγώνιος” σε ένα γραφειάκι . Έμελλε να γίνει στέκι και φυτώριο μιας ολόκληρης γενιάς λογοτεχνών, αργότερα και φωτογράφων και ζωγράφων. Άλλαξε τη συνθήκη των εκδόσεων της πόλης ανάγοντας το βιβλίο σε υψηλή τέχνη, κάτι σπάνιο για την εκδοτική πιάτσα μέχρι τότε. Απαιτητικός, με διαμορφωμένα τα προσωπικά ψηλά του κριτήρια, διάλεγε τους συνεργάτες του μέσα από την ποιότητα και το ταλέντο τους. Δεν χαριζόταν σε κανέναν. Το 1984 διέκοψε οριστικά την έκδοση της Διαγωνίου. Ιδρύοντας τη Μικρή Πινακοθήκη “Διαγώνιο”, το 1974, διοργάνωσε 430 εκθέσεις εξαιρετικών Θεσσαλονικιών ζωγράφων και εικαστικών για 21 χρόνια.
Συνεπής στις αρχές του, παρέμεινε ως το τέλος αδιάφθορος. Ούτε πολλές-πολλές δοσοληψίες με το κράτος ούτε με τους θεσμούς. Ο ποιητής και εκδότης που αρνήθηκε την “λογοτεχνική σύνταξη”, επιμένοντας να ζει πάμφτωχος. Από τους ελάχιστους που δεν εκμεταλλεύτηκαν την λαίλαπα της “πολιτιστικής πρωτεύουσας”, όπου μέτριοι έτρωγαν με χρυσά κουτάλια παραδίνοντας μηδενικό έργο. Έπνεε μένεα εναντίον των “επωφεληθέντων”.
Είχα την τύχη να φιλοξενήσω έκθεση του τον Ιανουάριο του 1998 στα πλαίσια της “Φωτογραφικής Συγκυρίας”. Τίτλος “ Η συλλογή φωτογραφίας του Ντίνου Χριστιανόπουλου”. Το έκανε με όλην του την καρδιά και ενέργεια, σαν αντίδραση στο “επάρατο” 1997. Δεν έλειψε ούτε μιά μέρα από τον χώρο. Χωρίς υπερβολή, όλη η πνευματική Ελλάδα της εποχής, πέρασε για να τον χαιρετήσει και να μιλήσει μαζί του. Φίλοι κι “εχθροί”.
Παρακαταθήκη η στάση του όταν αρνήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. “Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ' όπου και αν προέρχεται. Το ότι απέρριψα το βραβείο ήταν για μένα μια πράξη ζωής. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε.” Ξεχώρισε όμως, χωρίς τα περιττά ταρατατζούμ.
Δαυίδ Μπράβος