Φορώντας το κίτρινο αστέρι στη Θεσσαλονίκη

Φορώντας το κίτρινο αστέρι στη Θεσσαλονίκη. Ο στιγματισμός πριν την εξόντωση. Τέλη Φεβρουαρίου-αρχές Μαρτίου 1943, Αποκριές.

25 Φεβρουαρίου 1943, οι φυλετικές διακρίσεις έγιναν ορατές στην πόλη. Το κίτρινο αστέρι έπρεπε αναγκαστικά να φορεθεί από όλους τους Έλληνες-Εβραίους από 5 χρονών και πάνω. Ήταν μέρες Καρναβαλιού.

3 + 1 άντρες μπροστά σε 2 εβραϊκά καταστήματα, ίσως κάποιοι να ήταν οι ιδιόκτητες. Το εμπόρευμα, αποκριάτικα καπέλα και μάσκες. Υποχρεωμένοι να έχουν την πινακίδα “Εβραϊκόν Κατάστημα” (και στα γερμανικά), που επίσης επιβλήθηκε σε εφαρμογή των ναζιστικών μέτρων. Στην “αποκριάτικη” ατμόσφαιρα δυνατή αντίθεση το αστέρι που φοράει το αγόρι στο στήθος , πιθανό και το χαμογελαστό κοριτσάκι στην είσοδο.

Το αγόρι το κοριτσάκι και οι καταστηματάρχες θα απελαθούν αμέσως μετά, μεταξύ 15ης Μαρτίου και 10ης Αυγούστου 1943, μαζί με σχεδόν όλους τους 45.000 + Ελληνοεβραίους της Θεσσαλονίκης. Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε εξοντωθεί η συντριπτική πλειοψηφία τους.

Πηγή πρόσφατη έρευνα της Κας Νεφέλης Λιόντου. Φωτογραφία ©ECPAD, Γερμανική συλλογή, DAT 2079. “Παραγωγή” φωτογραφίας των Γκεμπελικών προπαγανδιστικών συνεργείων.

Στη φωτογραφία αναγράφεται διεύθυνση κατοικίας η οδός Ιουστινιανού, ο Γιώργος Ιωάννου τότε πιτσιρίκος έμενε εκεί. Η περιγραφή του είναι συγκλονιστική. Στα σχόλια (από κάτω) σχετικά αποσπάσματα από το πεζογράφημα του “Εν ταις ημέραις εκείναις…”

Facebook: https://web.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid02zZ6yHYWSBP7ZJAwhzdXkkEt8pcrzG17gbuLDPG77PFJtz3sThn43eFbx72wWJCKAl?_rdc=1&_rdr

Διεύθυνση κατοικίας οδός Ιουστινιανού. Ο Γιώργος Ιωάννου τότε πιτσιρίκος έμενε εκεί. 3 συγκλονιστικά αποσπάσματα από το πεζογράφημα του “Εν ταις ημέραις εκείναις…” περιγράφουν την προσωπική του μαρτυρία.

”...Από το 1941 κατοικούσαμε στο ψηλότερο πάτωμα ενός σπιτιού της οδού Ιουστινιανού ... Εμείς κατοικούσαμε στο τμήμα της Ιουστινιανού, που ορίζεται καθέτως από τη Χαλκέων και τη Βενιζέλου. Η περιοχή, όπως διαβάζω στα βιβλία, ονομαζόταν «Παλαιά Οβριακή» ... εκεί βρισκόταν η παλαιότερη συνοικία τους. Το 1941 αποτελούσαν τουλάχιστο το ένα τρίτο των κατοίκων της γειτονιάς. Δεν φαίνονταν φτωχοί, μα ούτε και πλούσιοι....Στο δικό μας σπίτι, Ιουστινιανού 8, κατοικούσαν δύο οικογένειες Εβραίων στο δεύτερο πάτωμα, που το κρατούσαν από κοινού. ...Ήταν δύο ζευγάρια και είχαν τρία παιδιά.

... Κάτω από το σπίτι της Ιουστινιανού υπήρχαν δύο μαγαζιά. Το ένα φούρνος και το άλλο καφεκοπτήριο. Το καφεκοπτήριο το είχε ο Εβραίος Αζούς. Το μαγαζί, που δεν πουλούσε, βέβαια, τότε καφέ αληθινό, αλλά από ρεβίθι, κριθάρι ή σιτάρι, το γύριζε ό πατέρας με τα δυο του παλικάρια. Ήταν ωραίοι άνθρωποι αυτοί, με ωραία σωματική διάπλαση και κάτι μεγάλα εκφραστικά μάτια σαν Αρμένηδες. Οι δυο νεαροί, μάλιστα, ήταν παλαιστές ή πυγμάχοι κι αυτό φαινόταν αμέσως στο φκιάσιμό τους.

... Στα άλλα σπίτια, ιδίως στην οδό Σιατίστης, κατοικούσαν πολύ περισσότεροι, κι αυτό φάνηκε, όταν μετά το μάζεμά τους, τα σπίτια αυτά ερήμωσαν. Και θαρρώ πως έμειναν και χωρίς νοικοκυραίους, καθώς οι ιδιοκτήτες τους έλαβαν την άγουσα προς τα στρατόπεδα. Το τμήμα της Ιουστινιανού από τη Χαλκέων ως τη Βενιζέλου σχηματίζει, μαζί με την κάθετο σ’ αυτό οδό Σιατίστης, ένα Ταυ, που εάν φρουρήσεις τις τρεις εξόδους του —Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου— ελέγχεις όλη τη γειτονιά.

Αυτό ακριβώς έκαναν και οι Γερμανοί. Όταν ήρθε το φριχτό πλήρωμα του χρόνου, την άνοιξη του 1943, και αποφάσισαν να κινήσουν το διωγμό, που με τόση επιμέλεια είχαν όλο αυτό το διάστημα προετοιμάσει, ένα από τα προσωρινά γκέτο που δημιούργησαν ήταν και αυτό το Ταυ των οδών Ιουστινιανού και Σιατίστης. Ακόμα και τα εγκλήματα που γίνονται με πλήρη άνεση από πάνοπλους εις βάρος αόπλων, ακόμα κι αυτά έχουν τις δυσκολίες τους. Και άμα είσαι σχολαστικός και μανιακός με την τάξη, τότε η ακαταστασία μπορεί να σε αρρωστήσει. Έτσι κι εδώ υπήρχαν προβλήματα για την τρομοκράτηση, προβλήματα για την περιφρόνηση, προβλήματα για τον εξευτελισμό, την απογραφή, το σημάδεμα, την καταλήστευση των περιουσιών, το μάντρωμα, τη μεταφορά στο σταθμό, την παραμονή κοντά στο σταθμό, ώσπου να ετοιμασθεί τρένο, τη μεταφορά με τα τρένα, την τελική καταλήστευση καθ’ οδόν, τη διαλογή, την κάποια χρησιμοποίηση, την άμεση εξόντωση των αδύναμων, την εξόντωση τελικά όλων. Αυτά‚ έπρεπε να λυθούν, ήθελαν δουλειά, σχέδια.

Πρώτα πρώτα, από την αρχή της κατοχής εμφανίστηκαν σε ορισμένα μαγαζιά, και μάλιστα της Τσιμισκή, κάτι τυπωμένα χαρτόνια, που έγραφαν: «Οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι». Τα χαρτόνια αυτά τα έβαζαν στο τζάμι της βιτρίνας και της εισόδου. Στην αρχή αυτό μας έκανε εντύπωση, άσχημη εντύπωση, αλλά γρήγορα το συνηθίσαμε, καθώς είχαμε κάθε μέρα και νέα βάσανα. Στο κάτω κάτω εμείς δεν ήμασταν Εβραίοι… Ύστερα μάθαμε πως στην πλατεία Ελευθερίας — τι ειρωνική σύμπτωση! — οι Εβραίοι έπαθαν από τους Γερμανούς μεγάλη νίλα κάποιο πρωινό. Αυτά όλα τα μαθαίναμε από τον κόσμο. Οι Εβραίοι του σπιτιού μας δεν έβγαζαν άχνα. Εκείνος όμως ο κύριος Σιντώ είχε μείνει πετσί και κόκαλο.

Κάποιο χειμωνιάτικο πρωί αντικρίσαμε ξαφνικά ορισμένους να κυκλοφορούν στους δρόμους μ’ ένα μεγάλο πάνινο κίτρινο άστρο στο μέρος της καρδιάς. Ήτανε οι Εβραίοι που είχαν πάρει διαταγή να το φορούν και στην παραμικρή τους μετακίνηση, αλλιώς κινδυνεύαν. Και αυτό δε σήμαινε τίποτε άλλο από θάνατο. ... Η Θεσσαλονίκη για αρκετές ημέρες, όχι περισσότερες από μήνα, είχε πλημμυρίσει από κίτρινα κινούμενα άστρα. Πραγματικά ήταν πολύ καλομελετημένο το σημάδι. Διακρινόταν από πολύ μακριά. Ο συμμαθητής μας –στο Γ’ Γυμνάσιο αρρένων– Μπεραχιάς ήρθε στο σχολείο φορώντας το άστρο του. ... Σε λίγες μέρες έπαψε να έρχεται σχολείο.”

“Η γειτονιά μας, το Ταυ αυτό που περιέγραψα πρωτύτερα, γινόταν γκέτο εβραϊκό. Ταυτόχρονα, στις εξόδους του Ταυ –Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου– έκαναν την εμφάνισή τους σκοποί χωροφύλακες –δικοί μας χωροφύλακες– που φρουρούσαν μέρα και νύχτα. Αυτό σήμαινε ότι οι Εβραίοι και με το άστρο ακόμα δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη, παρά μόνο στο γκέτο τους. Κι αυτό, βέβαια, ορισμένες ώρες. Τώρα, φαντάζομαι ότι θα είχαν δημιουργηθεί και πολλά άλλα τέτοια γκέτο. Έτσι, οι Εβραίοι, όπου βρέθηκαν, βρέθηκαν. Δεν μπορούσαν πια να πάνε ούτε στα μαγαζιά τους, ούτε στους συγγενείς τους, αν αυτοί έμεναν σε άλλο γκέτο, ούτε στα ψώνια τους.

...Βρισκόμαστε πια στην άνοιξη του 1943. .... Ώσπου ένα ξημέρωμα του Απριλίου, ιδιαίτερα νομίζω γλυκό, ξέσπασε το μέγα κακό. Ένα μεγάφωνο ουρλιάζει στο δρόμο. «Όλοι οι Εβραίοι στις πόρτες. Έτοιμοι προς αναχώρηση!» Είναι το αυτοκίνητο της προπαγάνδες, ένα μαύρο «Όπελ». Λαρυγγώδεις φωνές, κτηνώδη προστάγματα γερμανικά. Είμαστε μπλοκαρισμένοι. Κρυφοκοιτάζοντας βλέπουμε τους Γερμανούς των SS και εκείνους τους λεγόμενους «πεταλάδες» να ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά στα σπίτια, κραυγάζοντας άγρια και βροντολογώντας τις πόρτες. «Τους παίρνουν τους Εβραίους!»

Η φάλαγγα σχηματίζεται στη Βενιζέλου. Οι πόρτες του διαμερίσματος των Εβραίων μένουν ανοιχτές. Οι συγκάτοικες παίρνουν ό,τι μπορούν και, όπως αποδείχτηκε, καλά κάνουν. Παίρνουν κυρίως ρουχισμό και μικροπράγματα, που μπορούν να μεταφερθούν στα γρήγορα. Γιατί υπάρχει μεγάλος φόβος. Οι Γερμανοί από μέρες έχουν διακηρύξει πως όποιος παίρνει τα υπάρχοντα των Εβραίων τον περιμένει —τι άλλο;— τον περιμένει θάνατος.

... βλέπω απ’ το παράθυρο στην Εγνατία φάλαγγες να οδηγούνται με τα πόδια στο σταθμό. Είναι Εβραίοι από άλλες γειτονιές και θα πρέπει να έχουν κινήσει πιο νωρίς από τους δικούς μας. Είναι ζωσμένοι από πάνοπλους Γερμανούς με προτεταμένα τα όπλα, σαν να είναι μεγάλοι εγκληματίες, που υπάρχει φόβος από στιγμή σε στιγμή να το σκάσουν. Στο τέλος της κάθε φάλαγγας πηγαίνουν φορεία με ανήμπορους, που τα κουβαλούν νεαροί Εβραίοι.

... Από ψηλά, από την πίσω μεριά του σπιτιού, βλέπαμε από την πρώτη μέρα κιόλας το εξής φαινόμενο: Είχαν ανοίξει τα εβραίικα μαγαζιά από πίσω και τα άδειαζαν. Δηλαδή διάφοροι κάτοικοι της οδού Κλεισούρας άδειαζαν τα μαγαζιά της Ιουστινιανού. Και έβλεπες κρεβάτια, μπουφέδες, ντουλάπες, καναπέδες, κομοδίνα, να ανεβαίνουν με σκοινιά σε δεύτερα και τρίτα πατώματα, που βέβαια δεν φαίνονταν από το δρόμο. Όλα αυτά μέσα σε φοβερή βιασύνη και σε αγωνιώδεις κινήσεις. Σε λίγες μέρες, οι Γερμανοί μοίρασαν τα μαγαζιά σε διαφόρους τύπους, που ίσως μπορεί να φαντασθεί κανείς πώς τους διάλεξαν. Αλλά τα μαγαζιά βρέθηκαν άδεια και αυτό ήταν μια καλή, αν και η μόνη, τιμωρία τους.”

”....μόλις ξαναβρέθηκα στην περιοχή της μεγάλης πλατείας άρχισα να ξαναμπαίνω στο κλίμα. Όσο πλησίαζα τόσο καταλάβαινα, ότι είχε γίνει διαρπαγή — γιάγμα. Άλλωστε, κάτι τελευταίοι κακομοίρηδες ακόμη σέρναν μπαούλα και ντιβάνια και αδειανά συρτάρια μέσα στα χώματα. Και κάτι χοντρούς τόμους βιβλίων δερματόδετους. Στο σπίτι μας η εξώπορτα διπλανοιγμένη, παραγεμίσματα από στρώματα, χαρτιά και σκουπίδια στις σκάλες. Το διαμέρισμα των Εβραίων ορθάνοιχτο και σαφώς λεηλατημένο. Δεν είχε σχεδόν τίποτε μέσα. Σκουπίδια, βέβαια, άφθονα στο πάτωμα, και σκισμένα βιβλία στο μπάνιο. Αυτά ήταν το μόνο πράγμα που με συγκίνησε. Στην κουζίνα τα πλακάκια του τζακιού ξηλωμένα, προφανώς για τον κρυμμένο «θησαυρό» και στη γωνιά του δωματίου ένα μονό κρεβάτι με σπασμένες μερικές σούστες. Στο κρεβάτι αυτό, που το ανεβάσαμε σε λίγο, κοιμόμουν ώσπου έγινα μεγάλος.

Στην αρχή νομίζαμε πως τους Εβραίους τους φορτώνουν αμέσως στα τρένα. Ύστερα μάθαμε ότι τους στοιβάζουν στο σταθμό, στον πανάθλιο συνοικισμό του βαρόνου Χιρς, που τον είχαν περιφράξει με βαριά συρματοπλέγματα, από τα οποία μερικά σώζονται ακόμα μέχρι σήμερα. Από κει τους παίρναν ομάδες ομάδες και τους στέλναν με εμπορικά κατάκλειστα τρένα προς τα πάνω. Άλλωστε, γρήγορα μάθαμε τα πράγματα από πρώτο χέρι.

Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός, οδηγούσε τρένα. ... Ένα βράδυ, αργά, γύρισε ιδιαίτερα φαρμακωμένος. Είχε οδηγήσει ένα τρένο με Εβραίους μέχρι τη Νις. «Μεγάλο κακό γίνεται με τους Εβραίους» έλεγε. «Τους πηγαίνουν με εμπορικά βαγόνια κατάκλειστα, χωρίς τροφή και νερό. Ακόμα και χωρίς αέρα. Οι Γερμανοί μας αναγκάζουν να σταματούμε το τρένο μέσα στις ερημιές, για να γίνει το ξάφρισμα. Μέσα από τα βαγόνια κλωτσάνε και φωνάζουν. Δεν είναι μόνο για νερό και αέρα, αλλά και για να βγάλουν τους πεθαμένους. Έβγαλαν από ένα βαγόνι ένα παιδάκι σαν το Λάκη μας», είπε και χάιδεψε τον αδελφό μου. Απάνω σ’ αυτό τον έπιασαν τα κλάματα. Τρανταχτά κλάματα με λυγμούς. «Οι Γερμανοί δεν μπορούν να περπατήσουν από τα ρολόγια, τα βραχιόλια και τα περιδέραια, που μαζεύουν με το πιστόλι στο χέρι. Μου πέταξαν και μένα αυτά, στον λοκφύρερ». Ήταν κάτι άχρηστα ρολόγια, που δε δουλεύαν και ίσως να τα έχω ακόμα κάπου.

Έκανε και άλλα τέτοια τρένα αργότερα με την ίδια πάντα σύγχυση. Μας μιλούσε με φρίκη για την κόλαση του στρατοπέδου του σταθμού. Οι Γερμανοί είχαν βάλει άγριο χέρι στις γυναίκες. Οι Εβραίοι του Σταθμού είχαν καταρρακωθεί. Η πείνα, η βρόμα, οι αρρώστιες, οι κτηνωδίες. Τώρα διαβάζουμε πως οι Εβραίοι της Ελλάδας έφταναν ιδιαίτερα αδυνατισμένοι και οδηγούνταν οι περισσότεροι κατευθείαν στους φούρνους ... Από τους Εβραίους του σπιτιού μας κανένας δε γύρισε. Πάει και η παχουλή κυρία Σιντώ, πάει κι ο μικρός Ίνο, πάει και το κοκκινομάλλικο κορίτσι. Αλλά κι από τη γειτονιά ελάχιστοι γύρισαν. Και πολύ τσακισμένοι. Έφταναν ένας ένας σιωπηλοί και ταπεινοί, έπαιρναν το σπίτι τους, αν μπορούσαν, και ξανάπιαναν τη δουλειά τους.”