Ο μικρός δραπέτης
Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρόνων .
Από τότε φαινόμουν τι λουλούδι θα γινόμουν .
Τα πάντα σκάλιζα , τα πάντα ανακάτωνα στα μουλωχτά χωρίς πολλές πολλές φασαρίες .
Έκανα πάντα αυτό που ήθελα κι ας φαινομενικά ήμουν ένα ήσυχο και υπάκουο παιδάκι .
Οι γειτονιές τότε ήταν άδειες από αυτοκίνητα που περνούσαν σπάνια στους σκονισμένους χωματόδρομους της Αγίας Τριάδας σηκώνοντας σύννεφα σκόνης ιδιαίτερα τα καλοκαίρια .
Έτσι η μητέρα μου δεν ανησυχούσε όπως κι όλες οι γειτόνισσες όταν μας άφηναν έξω στο δρόμο να παίξουμε . Που και που μόνο μας φώναζαν βγαίνοντας στην βαριά σιδερένια καγκελόπορτα της αυλής όταν τα πράγματα στο παιχνίδι αγρίευαν και άρχισαν να πέφτουν καρπαζιές και οι πετροπόλεμοι , που σήμερα το λένε μπούλινγκ .
– Γιωργάκη γρήγορα σπίτι ..
Κι ο Γιωργάκης η αφεντιά μου , γύριζε μαραμένος βλέποντας ότι έχανε την τελευταία φάση του πετροπόλεμου με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον , όταν άρχισαν να σπάνε τα κεφάλια από τις πέτρες που εκτοξευόταν από τα παιδιά της διπλανής γειτονιάς και το αίμα ξεραίνονταν ανάμεσα στα μαλλιά στα ξυρισμένα κεφάλια . Οι μαμάδες μάζευαν τους πληγωμένους πολεμιστές για να επουλώσουν τα τραύματά τους . Το πράσινο φωτιστικό οινόπνευμα κατ ´ ευθείαν στη πληγή , το τσούξιμο αφόρητο , τα ουρλιαχτά ακουγόταν μέχρι κάτω στην Βασιλέως Γεωργίου στον Απόλλωνα κι η μητέρα από πάνω να σου λέει πατώντας πιο δυνατά το χέρι με το βαμβάκι στη πληγή . -Καλά να πάθεις , πετροπόλεμο μούθελες …
Άλλες φορές χανόμουν στις διπλανές γειτονιές ακολουθώντας τους διάφορους επαγγελματίες μανάβηδες , ψαράδες , παπλωματάδες , γιαουρτάδες παρακολουθώντας τους πως ασκούσαν το επάγγελμά τους . Η διαβολεμένη περιέργειά μου μ ´ έκανε να ξεχνιέμαι και να χάνομαι . Πάντα όμως επέστρεφα έστω και καθυστερημένος , τρώγοντας παγωμένο το φαγητό κι ακούγοντας τα εξ ´ αμάξης από την ταλαίπωρη μητέρα μου . Μια φορά δεν τα κατάφερα ακολουθώντας ποιος ξέρει ποιόν από την Σπάρτης πέρασα την Ευζώνων , πέρασα τον γνώριμο σε μένα λάκκο , το πεδίο του Άρεως την Έκθεση την ΧΑΝΘ και μπήκα στην πόλη .
Περπατούσα χαζεύοντας τις βιτρίνες μαγεμένος από τα καλούδια που είχαν , κι έτσι σιγά σιγά έφτασα στην Τσιμισκή .
Δεν άφησα τίποτε απαρατήρητο .
Όλα τα πέρασα από κόσκινο , τον κόσμο που έτρεχε βιαστικός για τη δουλειά τους , τους αργόσχολους που χάζευαν ώρες στις βιτρίνες , τα ζαχαροπλαστεία με τις απίστευτες λιχουδιές τους και το θηρίο το τραμ που περνούσε πλάι μου χτυπώντας το δυνατά το καμπανάκι του όταν αναχωρούσε από τις στάσεις . Ξεχάστηκα μ΄ όλα αυτά τα όμορφα αλλά οι ώρες περνούσαν κι άρχισε η πείνα να με θερίζει .
Καιρός είναι είπα να επιστρέψω .
Αλλά πως ;
Είχα χαθεί , τίποτα γύρω δεν μου θύμιζε την γειτονιά μου την Αγία Τριάδα , ούτε κι έβλεπα γύρω μου κανένα γνωστό να με βοηθήσει .
Ήμουν και ντροπαλός , δεν τολμούσα να ζητήσω βοήθεια από ξένο . Άρχισα να περιπλανιέμαι στην αγορά αλλά άκρη δεν εύρισκα . Πήρε να σουρουπώνει κι εγώ ακόμη έψαχνα . Τα μαγαζιά έκλειναν ένα ένα , νύχτα πλέον κανονική . Με πήραν τα κλάματα …
Κάποιος περαστικός με είδε με λυπήθηκε , τι γύρευε ένα πεντάχρονο μόνο στην αγορά νυχτιάτικα , με ρώτησε τι συμβαίνει .
– Το και το του είπα .
– Που μένεις
Δεν θυμόμουν τίποτα , τάχα χαμένα , με πήρε απ ´ το χεράκι και με πήγε στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής το Α ´ , που τότε στεγαζόταν στην αρχή της οδού Πολωνίας σημερινής Σβόλου σ ´ ένα παλιό διώροφο κτίριο . Θυμάμαι ακόμη μέχρι σήμερα τις φαρδιές σκάλες καμία δεκαριά που σ ´ ανέβαζαν σε ένα φαρδύ προθάλαμο .
Δεξιά στο δωμάτιο ήταν το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας , εκεί με πήγε ο καλός κύριος και με παρέδωσε . Εγώ πλέον δεν κρατιόμουν το κλάμα ήταν ασυγκράτητο , τα δάκρυα ποτάμια . Η Αστυνομία τότε ήταν στο μυαλό μου περίπου συνώνυμη με χώρο βασανιστηρίων . Είχα ακούσει τόσα πολλά για υπόγεια όπου έπεφτε το ξύλο της αρκούδας και περίμενα τη στιγμή κατουρημένος από φόβο πότε θα ερχόταν κι η δική μου η σειρά . Όμως απρόσμενα χωρίς να το φανταστώ ότι θα συνέβαινε , είδα γύρω μου στους χωροφύλακες μια διαφορετική συμπεριφορά . Έπεσαν όλοι επάνω μου προσπαθώντας να με παρηγορήσουν , να με κάνουν να σταματήσω να κλαίω , δεν ήταν δα και τίποτε μου έλεγαν , όπου νάταν θα ερχόταν οι δικοί μου να με πάρουν . Δεν κατάφεραν πολλά με τα λόγια , το κλάμα συνεχίζονταν . Εκείνο όμως που το σταμάτησε δια μαγείας , ήταν η φαεινή ιδέα ενός χωροφύλακα που είχε παιδάκι στην ηλικία μου και ήξερε το μυστικό . Κατέβηκε στο περίπτερο που ήταν στο πεζοδρόμιο κι αγόρασε σοκολάτες , καραμέλες και μου τάδωσε .
Το κλάμα ακαριαίως τέλος , η σοκολάτα έκανε το θαύμα της .
Σε λίγο έφτασαν κι οι γονείς μου αναστατωμένοι , όλη μέρα χαμένος είχαν τρελαθεί και με παρέλαβαν σφίγγοντάς με σφιχτά στην αγκαλιά τους .
Δεν τόλμησαν τότε να με μαλώσουν .
Η μητέρα μου όμως μου το φύλαγε , μετά μερικές μέρες όταν ηρέμησα μούριξε τις σχετικές .
Που να τολμήσω να ξαναδραπετεύω ...
Όμως το διαβολάκι που είχα μέσα μου δεν ησύχασε ,
το ξανάκανα και μάλιστα αρκετές φορές ,
δεν ξεχνιούνται εύκολα οι ‘’καλές ‘’ συνήθειες …
Γιώργος Κωτσίδης