Τα δύο λάθη του Θεόδωρου Βαρόπουλου
Νίκανδρος Καστανίδης
Ο Θεόδωρος Βαρόπουλος (καθηγητής Μαθηματικών του παν. Θεσσαλονίκης την περίοδο 1931-1957) ήταν ιδιόρρυθμος (αυταρχικός κι αδίστακτoς). Eξέφραζε διάφορες ρήσεις, που οι παλιοί φοιτητές τις θυμούνται ως χαρακτηριστικά στοιχεία της παραξενιάς του. Μια απ’ αυτές ήταν και η εξής αυτοκριτική δήλωση του : “Δύο λάθη έκανα στη ζωή μου: ένα ότι παντρεύτηκα κι ένα ότι ψήφισα τον Καββασιάδη καθηγητή.”
Άνοιξη 1932, φοιτητική εκδρομή στα Μέγαρα, αποτελούμενη από φοιτήτριες του Φυσικού Τμήματος της Αθήνας συνοδευόμενες από τους καθηγητές Ν. Κρητικό και Θ, Σκούφο. Η μεσαία, απ’ αυτές που κάθονται, είναι η Αλίκη Στίνη, που παντρεύτηκε στις 21-9-1939 τον Θεόδωρο Βαρόπουλο.
Η Αλίκη Στίνη ήταν πτυχιούχος Φυσικής και είχε προσληφθεί ως παρασκευάστρια στο εργαστήριο Βοτανικής του παν. Θεσσαλονίκης, το 1939 Το 1946 φαίνεται ότι διορίστηκε ως καθηγήτρια Φυσικής στη Μέση Εκπαίδευση και συγκεκριμένα στο Γυμνάσιο Θηλέων Φλώρινας. Δεν είναι σίγουρο ότι αποδέχθηκε αυτό τον διορισμό. Τότε, είχε ήδη εγκαταλείψει και είχε χωρίσει τον Θ. Βαρόπουλο. Σύμφωνα με μια αξιόπιστη πανεπιστημιακή πηγή, ο λόγος του χωρισμού της ήταν γιατί δεν άντεχε να κοιμάται στο ίδιο συζυγικό κρεβάτι ΚΑΙ με την πεθερά της!!! Είναι γνωστό ότι η Αλίκη Στίνη εργάστηκε, μετά τον χωρισμό της, στο διδακτικό και επιστημονικό προσωπικό της Ανώτατης Γεωπονικής Σχολής της Αθήνας
Κωνσταντίνος Καββασιάδης (1904-1975)
Εκλέχθηκε καθηγητής Ανόργανης Χημείας στο παν. Θεσσαλονίκης, στις 14-12-1939, με παμψηφία των μελών της Σχολής Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών. Στην ψηφοφορία ψήφισε κι ο Θ. Βαρόπουλος ο οποίος επισήμανε τα εξής: “Ψηφίζω υπέρ του κ. Καββασιάδη, έχων υπ’ όψει την ευμενή δια τα επιστημονικά, διδακτικά και από απόψεως ήθους εφόδια γνώμην του καθηγητού κ. Ζάγγελη, την κρίσην της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και την γνώμην του κ. Γαλανού.” Στην ίδια συζήτηση ο Θ. Βαρόπουλος ψήφισε και τον συνυποψήφιο για την ίδια θέση, Κωνσταντίνο Σκουμπουρδή (ο οποίος δεν εκλέχθηκε), σημειώνοντας τα εξής: “Ψηφίζω υπέρ του κ. Σκουμπουρδή δι΄ούς λόγους εξέθεσεν ο κ. Καββάδας, προς ούς συμφωνώ.”
Όπως φαίνεται η ψήφος του Βαρόπουλου για τον Καββασιάδη δεν είχε κανένα ειδικό βάρος, καμία ιδιαίτερα ευνοϊκή στάση που να επηρέαζε αποφασιστικά το αποτέλεσμα. Ούτε ήταν ακραιφνής υποστηρικτής του, γιατί ψήφισε υπέρ και τον συνυποψήφιό του. Κατά συνέπεια δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος να είναι ο Καββασιάδης ακαδημαϊκά υπόχρεος στον Βαρόπουλο. Για ποιο λόγο, όμως, ο Βαρόπουλος εκφράζει αυτή την πικρία, αυτή την υπονοούμενη αγνωμοσύνη του Καββασιάδη;;
Ίσως το μεγάλο “ΑΜΑΡΤΗΜΑ” του Καββασιάδη ήταν η συναίνεση του να παραπεμφθεί ο Βαρόπουλος στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του παν. Θεσσαλονίκης, στις 14-4-1944, για ανάρμοστη συμπεριφορά. Είναι αλήθεια ότι ο Βαρόπουλος εναντιωνόταν και στους άλλους καθηγητές που συναίνεσαν σ’ αυτή την παραπομπή, αλλά μ’ έναν έμμεσο τρόπο, όχι με τόση προσωπική αντιπαράθεση, όπως στον Καββασιάδη. Δεν αποκλείεται ο Καββασιάδης να ήταν, λόγω χαρακτήρα και παρασκηνιακών ερεισμάτων, πιο ευάλωτος κατά τον Βαρόπουλο.
Ο Κωνσταντίνος Καββασιάδης γεννήθηκε το 1904 σ’ ένα χωριό της Αρκαδίας. Σπούδασε Χημεία στο παν της Αθήνας, την περίοδο 1917-1924. Από το 1920 μέχρι το 1925 απασχολήθηκε ως παρασκευαστής στο εργαστήριο Ανόργανης Χημείας του παν. της Αθήνας και με διευθυντή τον Κωνσταντίνο Ζέγγελη. Από το 1925 μέχρι το 1939 ήταν επιμελητής του ίδιου εργαστηρίου. Το 1931 εκπόνησε διδακτορική στο Τμήμα Χημείας της Αθήνας με θέμα “Άναγωγικαί τινές αντιδράσεις του αερίου υδρογόνου εν λεπτώ διαμερσμώ”. Το 1932 πήγε στην Αγγλία για ευρύτερες χημικές σπουδές, ως υπότροφος του Ιδρύματος Ramsay κι απασχολήθηκε ερευνητικά, για 5 χρόνια, στο παν. του Λονδίνου. Το 1924 δίδαξε Χημεία στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων ως υφηγητής κι από το 1926 ως καθηγητής. Την περίοδο της διδασκαλίας του στη Σχολή Ευελπίδων διετέλεσε και τεχνικός σύμβουλος του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Τμήμα Χημικού Πολέμου). Το 1935 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της Ανόργανης Βιομηχανικής Χημείας στο παν. της Αθήνας. Το 1938 διορίστηκε διευθυντής μελετών του Υφυπουργείου Αγορονομίας, όπου παρέμεινε μέχρι τον διορισμό του ως καθηγητής της Ανόργανης Χημείας στο παν. Θεσσαλονίκης, το Φεβρουάριο του 1940. Αμέσως μετά το διορισμό του στο παν. της Θεσσαλονίκης ο Κωνστ. Καββασιάδης πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Τμήματος Χημείας, το 1942. Το 1956 έγινε πρύτανης του παν. Θεσσαλονίκης, που τότε μετονομάστηκε Αριστοτέλειο Παν. Θεσσαλονίκης. Το 1957 ήταν από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης, όπου και εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής της Βιομηχανικής Χημείας. Το 1948 ανέλαβε την προεδρία του Π.Ι.Κ.Π.Α. (Πατριωτικό Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως) Θεσσαλονίκης Από το 1954, με την ίδρυση της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, συμμετείχε ως τακτικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της. Το 1958 έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Νέας Υόρκης. Απεβίωσε το 1975.
Ένα από τα παν. βιβλία του Καββασιάδη.