Το ψάρεμα στα μπλόκια
Για ένα μεγάλο διάστημα πριν χρόνια σταματήσαμε να ψαρεύουμε στα μπλόκια . Ήταν τότε που ο Θερμαϊκός βρώμισε από τα απόβλητα της πόλης . Τα τελευταία όμως χρόνια όλο και περισσότερους βλέπω να ψαρεύουν στην παραλία . Μεσολάβησαν βέβαια τα έργα εξυγίανσης του κόλπου και ο βιολογικός καθαρισμός και σιγά σιγα βλέπουμε την θάλασσα να καθαρίζει όλο και περισσότερο και να αποκτά το όμορφο γαλαζιο χρώμα που είχε παλιά .
Φυσικά δεν είμαι σε θέση να καταλάβω αν επανήλθε η θάλασσα 100% στην παλιά της καθαρότητα . Όμως η παραλίες στην απέναντι ακτή που πηγαίναμε με τα καραβάκια για μπάνιο γέμισαν και πάλι λουόμενους ακόμα και στην Αρετσού είδα στην παλιά πλαζ γαλάζια σημαία .
Εγώ όμως τώρα θα ασχοληθώ με την παλιά μου αγάπη το ψάρεμα . Βλέπω περπατώντας στην παραλία τους σύγχρονους ψαράδες εξοπλισμένους με φανταστικά εργαλεία που με τρελαίνουν . Καλάμια πανάλαφρα πλαστικά , με μαναβελίτσα απίστευτη ακρίβειας που δεν μπερδεύει την μπετονιά , τον μόνιμο μπελά των δικών μας τεχνικών. Με ψεύτικα μικρά χρωματιστά ψαράκια για δολώματα που ξεγελούν ακόμη και τα πιο έξυπνα ψάρια . Με στηρίγματα που μπορείς να στήσεις περισσότερα του ενός καλάμια και να τα παρακολουθείς από μακρυά μια και ο παλιός δικός φελλός έχει αντικατασταθεί με επιπλέοντα πανέμορφα κατασκευάσματα που είναι τόσο ευαίσθητα και με συναγερμό με λεντάκια για το σούρουπο και την νύχτα , να σε ειδοποιούν επίμονα ότι πιάστηκε το ψάρι που κυνηγούσες . Σημερινές τεχνολογικές ομορφιές για τους τυχερούς σημερινούς ψαράδες … Εμείς δυστυχώς ούτε στον ύπνο μας δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τέτοια κατασκευάσματα που θα απλούστευαν και διευκόλυναν το όμορφο χόμπυ μας .. Από πιτσιρίκια ψαρεύαμε με τα δικά μας απλά μέσα . Τότε η θάλασσα ήταν ένα βήμα από τα σπίτια μας στη Σπάρτης , ακόμα μετά το μεγάλο μπάζωμα μας προστέθηκαν απλώς άλλα 200 μέτρα μπαζωμένης γης και τοποθετήθηκαν στο τέλος της τα τσιμεντένια μπλόκια . Μετά από αυτή τη νέα κατάσταση δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να ψαρεύουμε εκεί. Ήταν απίστευτα απρόσμενο πόσο μας βόλεψε αυτή η νέα κατάσταση . Είχαμε μπροστά μας βαθιά θάλασσα , όνειρο για μας που δεν είχαμε τότε μια βάρκα για να φτάσουμε εκεί στα βαθιά η αν είμασταν μερακλήδες και έχοντες τα σχετικά , να κωπηλατήσουμε ως εκεί η με απλωμένο πανί να πάμε απέναντι στις εκβολές των ποταμών του Θερμαϊκό κυρίως του Αξιού εκεί στα αβαθή της Παλιομάνας , όπου ακούγαμε ότι ήταν ο Παράδεισος των ερασιτεχνών ψαράδων της γειτονιάς .
Όσοι δεν είχαν βάρκα βολευόταν από πολύ παλιά στην μικρή αμμουδιά της Καστέλλας και στο Φάληρο η στο λιμανάκι της Ευζώνων . Έτσι όταν κατασκευάστηκαν τα μπλόκια εγκατασταθήκαμε εκεί και μόλις έσκαγε η ζέστη από τον Μάρτη ακόμη , παίρναμε τα σύνεργά μας μπετονιές ,βαρίδια δολώματα τα τοποθετούσαμε μέσα σ΄ ένα καλαθάκι με βρεμένο ένα μικρό τσουβαλάκι και γραμμή για τα μπλόκια . Βέβαια πάντα είχαμε την γκρίνια της Μάνας . – Πάλι για ψάρεμα πάτε , πάλι αφήσατε τα διαβάσματα … Βέβαια όταν αργότερα γυρνούσαμε με μια καλή τηγανιά ολόφρεσκα ψαράκια άλλαζε γνώμη . Τα καθάρισε γρήγορα γρήγορα , τα έβαζε στο τηγάνι με το λάδι και γρήγορα στη φουφού με τα κάρβουνα , η στην πιεστική γκαζιέρα και το μεσημβρινό γεύμα ήταν έτοιμο . Ήταν ό,τι καλύτερο ολόφρεσκο μπορούσε να έχει κανείς την δύσκολη εκείνη εποχή και μάλιστα δωρεάν , από την δικιά μας θάλασσα εδώ μπροστά μας . Ψαρεύαμε ότι υπήρχε , σπάρους , λίγδες , ζαργάνες . γοβιούς , κανένα περαστικό λαβράκι που κυνηγούσε αφρόψαρα , αθερίνες και το τσακώναμε με την σαλαγκιά που την είχαμε πάντα έτοιμη δίπλα μας και κουτσομούρες , κεφαλόπουλα και πολλά άλλα σε μικρότερες ποσότητες . Τις σαλιάρες τις πετούσαμε αμέσως πίσω τις σιχαινόμασταν δεν θέλαμε ούτε να τις πιάνουμε στα χέρια . Καμιά φορά βγάζαμε κανένα χταπόδι , καμιά σουπιά και κανένα μεγάλο καβούρι από αυτά που κατοικοέδρευαν επάνω στα μπλόκια που ήταν γεμάτα από μύδια . Ξύναμε και το τσιμέντο με δυνατές ξύστρες και με απόχη από κάτω μαζεύαμε μερικά μεγάλα μύδια που γινόταν κι αυτά μια νοστιμότατη τηγανιά . Χρησιμοποιούσαμε πετονιές , άλλες φορές σε καθετή η αν καταφέρναμε και φέρναμε και βρίσκαμε κανένα καλάμι μια και τότε στην πόλη σπάνιζαν . Τα φέρναμε όταν μπορούσαμε από απέναντι την Περαία ,τον Μπαξέ η την Αγία Τριάδα όπου τα βρίσκαμε να φυτρώνουν κατά χιλιάδες στα μικρά ρέματα . Οργανώναμε ολόκληρα εκστρατεία με ποδήλατα για να τα φέρουμε . Ξεκινούσαμε το πρωί και γυρνούσαμε το απόγευμα θριαμβευτές με τα καλάμια δεμένα κατακόρυφα στο τιμόνι του ποδηλάτου . Βέβαια αυτό μας έτρωγε μια μέρα και φασαρίες στο σπίτι ,αλλά ποιος λογάριαζε τότε όλα αυτά μπροστά στην αξία που είχε το αποτέλεσμα . Εκτός από το ψάρεμα μπροστά , είχαμε οι τολμηρότεροι και το ψάρεμα στις σημαδούρες που υπήρχαν εκεί μπροστά στα βαθιά , για να δένουν κυρίως τα τεράστια αρματαγωγά του πολεμικού Ναυτικού . Ήταν κάτι τεράστιες σημαδούρες από χοντρό μέταλλο που υπήρχαν εκεί μέχρι τα τελευταία χρόνια . Κάποια στιγμή αποφάσισαν πως δεν τις χρειάζονται και τις έβγαλαν . Βέβαια τότε ούτε κι εμείς τις χρειαζόμασταν μια και η θάλασσα είχε ήδη βρωμίσει και ήταν απλησίαστη.
Εκτός από το ψάρεμα οι σημαδούρες ήταν και σημάδι γι αυτούς που έκαναν εκεί την καθημερινή τους προπόνηση κολυμπώντας από την μία στην άλλη και κατέληγαν μέχρι τον Ιστιοπλοϊκό όμιλο που ήταν τότε ο μόνος που υπήρχε εκεί στο μικρό ακρωτήρι . Οι υπόλοιποι όμιλοι μαζεύτηκαν εκεί πολύ αργότερα . Εκεί έμαθα κι εγώ να κολυμπάω ελεύθερο , μπρόσθιο , ύπτιο και πεταλούδα βλέπονταν μεγαλύτερους μου αθλητές του Άρη, του ΠΑΟΚ του Ηρακλή να κάνουν εκεί την καθημερινή τους προπόνηση . Τονίζω το γεγονός ότι τότε στην Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε ούτε μία πισίνα . Οι σημαδούρες λοιπόν για την παρέα που ήξερε μπάνιο , ήταν παιχνίδι να κολυμπήσουμε μέχρις αυτές που βρισκόταν καμιά κατοσταριά μέτρα μακριά βαθιά πηγαίνοντας εκεί για ψάρεμα το πρωί τότε που η θάλασσα ήταν ακόμη λάδι Εκεί βρίσκαμε πολύ μεγαλύτερα ψάρια και κυρίως τα μεγαλούτσικα νοστιμότατα κεφαλόπουλα που τα ύφαλα της σημαδούρας ήταν το σπίτι τους. Με το καλαθάκι στο ένα χέρι με τα σύνεργα και τα δολώματα και κολυμπώντας με το ένα χέρι φτάναμε όταν ή θάλασσα ήταν λάδι κι ήταν όλα καλά . Μόλις πλησίαζε το μεσημέρι άρχισε η ταχτική καθημερινή Σαλονικιώτική μπουκαδούρα . Στην αρχή την αντέχαμε στο μικρό κούνημα των κυμάτων προσπαθώντας να ψαρέψουμε όσα περισσότερα ψάρια μπορούσαμε στον λίγο χρόνο που μας απέμενε . Κάποια στιγμή ο κυματισμός μεγάλωνε και ήταν αδύνατο να σταθείς ακόμη και καθιστός . Μαζεύαμε γρήγορα γρήγορα τα σύνεργα της ψαρικής μας τέχνης κι όπου φύγει φύγει . Γιατί δεν θα πνιγόμασταν τέτοιο πρόβλημα δεν είχαμε , αλλά υπήρχε πιθανότητα ένα μεγάλο κύμα να πετάξει έξω από το καλαθάκι τον κόπο μας , την ψαριά και τα σύνεργά μας . Έτσι τελείωνε δυστυχώς άδοξα το ψάρεμά μας στις σημαδούρες . Δολώματα τότε υπήρχαν έτοιμα ,κόκκινα σκουλίκια και άλλα , από επαγγελματίας που τα έβγαζαν από την παλιομάνα και τα πουλούσαν σε πολλά μέρη της πόλης . Εμείς όταν είχαμε το σχετικό χαρτζιλίκι τα ψωνίζαμε από την μικρή προβλήτα μπροστά στην πλατεία Ελευθερίας . Τις περισσότερες φορές μια και τέτοιες πολυτέλειες δεν είχαμε πάντα , τα φτιάχναμε μόνοι μας . Συνήθως ζυμώναμε αλεύρι ανακατεμένο με τυρί αν είχαμε και το κάναμε μικρές μπαλίτσες . Το σκαλώναμε στο αγκίστρι και αυτό ήταν , τα ψάρια το τσιμπούσαν με μανία με το γνωστό τέλος γι αυτά . Άλλοι πιο μερακλήδες έκαναν με το ίδιο υλικό σε ένα σημείο περίπου 2 μέτρα τον λεγόμενο μπασμό . Μπροστά στα μπλόκια έριχναν ψωμί ανακατωμένο με τυρί τρίβοντάς το με τα δύο τους χέρια κι εκείνο έπεφτε διαλυμένο μέσα στη θάλασσα και δημιουργούσε μια περιοχή με πασπαλισμένη μπόλικη τροφή κι άλλες νοστιμιές που αρέσουν στα ψάρια . Εκεί αμέσως μαζευόντουσαν τα ψάρια που μυριζόταν την τροφή και τότε ο έμπειρος ψαράς που τους την είχε στημένη όταν τα έβλεπε να πλησιάζουν στην επιφάνεια της θάλασσας να τρώνε το δόλωμα με απόχη τα άρπαζε . Ακόμη χρησιμοποιούσε την σαλαγκιά που ήταν ένα κατασκεύασμα με τέσσερα χοντρά αγκίστρια σταυρωτά σαν μικρή άγκυρα και την έριχνε όσο βαθιά μπορούσε και την μάζευε γρήγορα γρήγορα κι ότι έπιανε η σαλαγκιά από τα ανύποπτα ψάρια που απολάμβαναν τον μπασμό . Φυσικά στο μέρος του μπασμού δεν πλησίαζε άλλος ψαράς ήταν κάτι σαν δική του ιδιοκτησία η περιοχή . Από τότε όταν βλέπω ερασιτέχνη ψαρά στα μπλόκια με τα καταπληκτικά σύνεργα του πιάνω κουβέντα . -Τσιμπάει , τσιμπάει … Κι εκείνος συνήθως απαντάει και του κάνουμε κουβέντα για ώρα , γιατί το ψάρεμα είναι μοναχικό ‘’ άθλημα’’ και μια παρέα είναι πάντα ευπρόσδεκτη . Αναπολώ τα παλιά και σκέπτομαι , μια και τώρα που περιμένω τους λεβέντες μου , ίσως θα έπρεπε να τους πάω καμιά μέρα στα μπλόκια , να τους εκπαιδεύσω στο Σαλονικιώτικο ψάρεμα . Πιστεύω ότι πολύ θα το χαρούν και θάναι και για μένα μια ευτυχισμένη στιγμή …
Γιώργος Κωτσίδης