Η ΔΕΘ όπως την θυμάται ο Γιώργος Κωτσίδης
Η ΕΚΘΕΣΗ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ... Από τον Γιώργο Κωτσίδη
Για τα παιδιά της δικής μου γενιάς η Έκθεση ήταν κάτι ξεχωριστό. Μετά τους δυο μεγάλους πολέμους έφτασε η στιγμή, εξαγγέλθηκε η επανέναρξή της . Πολύ μικροί ακόμη με ανυπομονησία περιμέναμε να δούμε το θαύμα όπως η παιδική φαντασία μας έπλαθε . Και το θαύμα έγινε πραγματικότητα ... Έκπληκτα τα μάτια μας αντίκρισαν τα πράματα και τα θάματα που έφερε μαζί της. Μπροστά στην σημερινή ήταν φυσικά πολύ πολύ λιγότερο εντυπωσιακή . Όμως την δεκαετία του 50 τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν αυτή που ξέρουμε. Μια μικρή πόλη στην επαρχία κι ας την έλεγαν συμπρωτεύουσα με καμιά 200 χιλιάδες κατοίκους και ελάχιστα αυτοκίνητα. Πολυκατοικίες δεν υπήρχαν, δεν είχε ξεκινήσει η περίφημη ανοικοδόμηση που διέλυσε στην κυριολεξία την ομορφιά της με την λεωφόρο των Εξοχών στις δόξες της. Όλα τα παλιά αρχοντικά με τους τεράστιους κήπους πλάι στον Θερμαϊκό και τις βαρκούλες των ιδιοκτητών δεμένες στις ατομικές ξύλινες σκάλες τους. Το μπάζωμα κι αυτό δεν είχε αρχίσει ακόμη κι η Θεσσαλονίκη μοσχοβολούσε τα απογεύματα από το ιώδιο που η αύρα της θάλασσας έφερνε παρέα με την μπουκαδούρα . Τα τραμ στρίγκλιζαν στις ράγες τους μεταφέροντας τους επιβάτες της πάνω γραμμής με το χαρτόνι μπροστά που έγραφε ¨ ΕΚΘΕΣΙΣ ¨. Ο κόσμος δειλά δειλά άρχισε να την επισκέπτεται μη ξέροντας τι θα δει και με ενθουσιασμό αργότερα κατέκλυζε κάθε βράδυ την φωτεινή πολιτεία των 22 ημερών. Διψασμένοι για κάτι καινούργιο οι Θεσσαλονικείς την λάτρεψαν . Σεπτέμβρης ίσον Έκθεσις έλεγαν ... Τεράστια μοντέρνα περίπτερα, εκθέματα καταπληκτικά, χιλιάδες επισκέπτες, φώτα, λούνα Πάρκ, ακροβατικά, πυροτεχνήματα , μαύρη μπύρα, παζάρι κόσμος , κόσμος και παιδιά, κυρίως παιδιά. Τι ευτυχία, τι χαρά, τι γλέντι για τα παιδιά . Ήμασταν τυχεροί γιατί μέναμε πολύ κοντά στην Αγία Τριάδα, δυο στάσεις δρόμο . Έτσι η παλιοπαρέα δεν είχε πρόβλημα κάθε μέρα και τις 22 μέρες από το πρωί ποδαρόδρομο και στην Έκθεση . Το πρόβλημα εισόδου με το δυσβάσταχτο για το μικρό χαρτζιλίκι μας κόστος το είχαμε λύσει. Εφευρίσκαμε χίλιους τρόπους να μπαίνουμε τζάμπα . Θα χρειαζόταν σελίδες για να τους περιγράψω. Στην αρχή κλαψουρίζοντας παρακαλούσαμε τον υπάλληλο να μας αφήσει να μπούμε δωρεάν, Άλλες φορές κολλούσαμε σε ένα επισκέπτη και μπαίναμε μαζί του στο ένα δόντι του τουρνικέ παριστάνοντας το παιδί του κι άλλες φορές βρίσκαμε κανένα γνωστό που εργαζόταν προσωρινά τις 22 μέρες και έβαζε με δόξα και τιμή όλη την παρέα από την μεγάλη πόρτα της εξόδου παρακάμπτοντας τα τουρνικέ . Αν όλα αυτά τα κόλπα δεν έπιαναν βάζαμε μπροστά τα μεγάλα μέσα, Δηλαδή στην μεγάλη διπλή πόρτα της εξόδου όταν χρειαζόταν να ανοίξει για λίγο κάναμε ηρωικά γιουρούσια και πιτσιρικάδες όπως ήμασταν γινόμασταν καπνός και άντε να μας πιάσουν. Αν τολμούσαν να μας κυνηγήσουν εύρισκε ευκαιρία η υπόλοιπη τσακαλοπαρέα να μπει ανέτως . Το τελευταίο αποκούμπι αν όλα αυτά τα κόλπα δεν έπιαναν ήταν τα σίδερα, δηλαδή τα κάγκελα που την εποχή εκείνη ήταν ψηλά 2 μέτρα με κατακόρυφα σίδερα διαμέτρου 2 εκατοστών περίπου επάνω σε ένα μικρό τοιχάκι ενός μ. περίπου . Οι δυνατότεροι από εμάς σαν μασίστες τα έπιαναν με τα δυό τους χέρια και σιγά σιγά τα άνοιγαν . Ο κανόνας για να περάσεις μέσα στην Έκθεση ήταν, πέρασε μέσα το κεφάλι. ήσουν μέσα στον παράδεισο . Ένας ένας οι πιτσιρικάδες έμπαιναν από το λυγισμένο κάγκελο. Όταν μας έπαιρναν χαμπάρι οι φύλακες ήταν ήδη αργά, η παρέα είχε εξασφαλίσει ήδη την δωρεάν είσοδο. Έτρεχαν γρήγορα γρήγορα και τα ίσιωναν μέχρι την επόμενη παρέα πιτσιρικάδων που την είχε στημένη παραπέρα. Όταν μπαίναμε μέσα στο παράδεισό μας ευτυχισμένοι επιδιδόμασταν σε πολλές ευγενείς δραστηριότητες. Πρώτα περνούσαμε από όλα τα περίπτερα κυριολεκτικά τα ξεσκονίζαμε . Ξέραμε τα πάντα για όλα. Έπειτα άρχιζε το μάζεμα των προσπέκτους που ήταν ίσως η μεγαλύτερη απόλαυσή μας. Έπρεπε να τα έχουμε όλα κι αν κανένα μας έλειπε έπρεπε κατεπειγόντως την επόμενη φορά να το αποκτήσουμε. Τα σπίτια γέμιζαν βουνά χαρτιά οι μαμάδες φώναζαν κι εμείς απειλούσαμε, μη τα αγγίζετε. Το Λούνα Πάρκ, τα πυροτεχνήματα, τα ακροβατικά κι αργότερα τα φεστιβάλ τραγουδιού και κινηματογράφου μας έκαναν να ξημεροβραδιαζόμαστε . Κάποτε οι 22 μέρες τέλειωναν. Μας έπιανε κατάθλιψη. Η παρηγοριά μας πλέον ήταν τα έντυπα που για μήνες ταχτοποιούσαμε και παίζαμε μ αυτά ό,τι μπορούσε κανείς να φανταστεί . Τα σχολιά άρχιζαν οι μαμάδες με το καλό η με το κακό μας έστρωναν στην δουλειά μέχρι την επόμενη έκθεση σε ένα χρόνο και με μας να διηγούμαστε τα κατορθώματά μας στις άλλες παρέες κοκορευόμενοι για τις καλύτερες δικές μας επιδόσεις στο τζάμπα και στα έντυπα ... Κι η Έκθεση μεγάλωνε, μαζί με την Θεσσαλονίκη κι εμάς . Αύριο το πρωί τελευταία Κυριακή θα επισκεφτώ για ακόμη μια φορά την Έκθεση, μας έγινε συνήθεια πλέον. Κάτι όμως μέσα μου βαθιά νοσταλγικά με τρώει σαν σαράκι σαν και μου λέει με όση δύναμη έχει, εμπρός τρέχα μη κολώνεις άνοιξε ένα κάγκελο με τα χέρια σου , βάλε μέσα το κεφάλι σου κι αν χωράει, μετά μη φοβάσαι δώσε μιά ώθηση δυνατά και τρύπωσε μέσα τζάμπα στον παράδεισό σου, στην Έκθεση ... ...Η παλιά είσοδος της από την ΧΑΝΘ με τους δύο πύργους της και το τραμ να περνά ακριβώς από μπροστά της ...