Harry Collinson Owen και η διασκέδαση στο Odeon (Ωδείο) στην Λεωφ. Νίκης
Harry Collinson Owen (1882–1956).
Η διασκέδαση στο Odeon (Ωδείο) στην Λεωφ. Νίκης, 1915 με 1917.
Τα τοπ 3 τραγούδια που εξίταραν τα πλήθη των στρατευμένων στα καμπαρέ-καφωδεία της εποχής. “Take Me Back To Dear Old Blighty”, “Tipperary” και “La Madelon”
Η Balkan News (Βαλκανικά Νέα) ήταν καθημερινή αγγλόφωνη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης για την Βρετανική Δύναμη της πόλης. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1915 και η αποχαιρετιστήρια, τελευταία έκδοση της, δημοσιεύτηκε στις 10 Μαΐου 1919. Η εφημερίδα τυπωνόταν σε χαρτί κακής ποιότητας ενώ τα γραφεία της βρίσκονταν στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Τσιμισκή. Ο Harry Collinson Owen ήταν ο αρχισυντάκτης της.
Ο Collinson έζησε την Θεσσαλονίκη της περιόδου 1915-18 σχεδόν σαν μόνιμος κάτοικος της. Δημοσίευσε το βιβλίο του “Salonica and after : the sideshow that ended the war” το 1919. Πανέξυπνος, δεινός παρατηρητής αφουγκράζεται και περιγράφει την καθημερινότητα της πόλης σε πολλά σχεδόν θεατρικά επεισόδια (αν ήμουν σκηνοθέτης θα τον συμβουλευόμουνα). Δίνει πτυχές της ζωής της πόλης σε εξαιρετική αναπαράσταση, από το πρωτογενές δικό του αρχικό υλικό με τις λεπτομέρειες και τις εντυπώσεις του. Σπάνια δημοσιεύονται σε επίσημα αρχεία τέτοιες καταγραφές.
Η ανάρτηση για τον Bernard Maurice. Περιγράφει τι συνέβαινε στο Odeon όπου διασκέδαζαν ο Joseph Pigassou με τον φίλο του Paul Albarel. Μετάφραση από το βιβλίο Salonica and after του Harry Collinson Owen. Το καφωδείο καμπαρέ στην Λ. Νίκης υπάρχει εδώ – https://archive.saloni.ca/69
“Το Ωδείο, ο Λευκός Πύργος, το Παγοδρόμιο ονόματα που θα μείνουν για πάντα στις μνήμες των ανδρών που βρέθηκαν στη Μακεδονία. Το Odeon, που καταστράφηκε με τη φωτιά, ήταν ένα από τα κύρια κέντρα διασκέδασης. Είχε μια κάποια κομψότητα σχεδιασμού, μάλλον σαν μια μινιατούρα του Covent Garden. Σχήμα ωοειδές και τρεις σειρές από θεωρεία γύρω του, το καθένα γεμάτο με θορυβώδεις αξιωματικούς των συμμάχων. Αν ήταν δυνατό να απονεμηθεί το βραβείο των πιό φωνακλάδων, νομίζω ότι θα δινόταν σε μια εξέχουσα ομάδα νεαρών Γάλλων Ιπτάμενων Αξιωματικών. Αλλά όλοι οι υπόλοιποι ήταν σχεδόν ίδιοι. Μετά το δείπνο στα διάφορα εστιατόρια, σύμμαχοι αξιωματικοί συμμετείχαν σε ομάδες δύο, τεσσάρων, έξι, μαλώνοντας στο ταμείο του. Πλήρωναν αδρά για να “βοηθήσουν” την παράσταση που ποτέ σε καμία περίπτωση δεν επέτρεπαν καν να ακουστεί. Το “αναγνωρισμένο και ζητούμενο” σε αυτές τις αίθουσες απόλαυσης και διασκέδασης ήταν να κάνουν όλοι έναν τόσο τρομερό θόρυβο ουρλιάζοντας, ώστε να μην ακούγεται λέξη από τη σκηνή.
Μία μία εμφανίζονταν οι κυρίες της σκηνής. Κουνούσαν τα χέρια τους με ομοιόμορφο τρόπο, κάτι που υποδηλώνει ότι είχαν περάσει όλες από την ίδια φόρμουλα ασκήσεων και τραγουδούσαν ποιος ξέρει τι. Τα περισσότερα τραγούδια προέρχονταν από τα καμπαρέ του Παρισιού, αλλά έτσι όπως ΔΕΝ ακουγόταν τίποτα θα μπορούσε να είναι από οποιοδήποτε καμπαρέ του κόσμου.
Στο μεταξύ, η μεγάλη διασκέδαση μόλις είχε αρχίσει στα θεωρεία. Τα μπουκάλια κατέβαιναν συνεχώς πάνω-κάτω και άδειαζαν σε χρόνο μηδέν. Τα καπάκια της σαμπάνιας τα εκσφενδόνιζαν σαν λάφυρα μεταξύ τους. Προσπαθούσαν με αυτοσχέδιο λάσο να πιάσουν τον μαέστρο. Ένας ιδρωμένος σερβιτόρος είναι “αιχμάλωτος” σε κάποιο θεωρείο. Θεωρείο Α προσπαθεί να επικοινωνήσει με Θεωρείο Β μέσα σε ιαχές.
Οι κυρίες του καταστήματος, πουλούσαν αμείλικτα την ακριβή σαμπάνια του ιδιοκτήτη. Ξαφνικά ξετρελαίνονταν με κραυγές και γέλια, πάντα με το βλέμμα τους στις business. Τα μέλη της ορχήστρας διαλύονταν, αρκετά συνηθισμένα σε όλα αυτά και αδιάφορα για το αν ακούγονταν ή όχι τα βιολιά τους. Περιστασιακά από την απόλυτη εξάντληση ερχόταν μια ηρεμία. Αυτό δεν έπρεπε να γίνει ανεκτό. Κάποιος θα χτυπούσε δυνατά το μπαστούνι του στην ξύλινη πλευρά ενός θεωρείου. O πανζουρλισμός θα επικρατούσε. Ένας πιο τρομερός ήχος και από τον πιο θορυβώδη θόρυβο της ανθρώπινης φωνής θα ξανά-ακουγόταν.
Αυτή η μέθοδος αξιοποίησης της παράστασης ήταν κοινή σε όλα τα μιούζικαλ της Θεσσαλονίκης, αν και στην υπαίθρια διασκέδαση, που γινόταν στον χώρο του Λευκού Πύργου τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, το κοινό ήταν πολύ πιο ήσυχο. Τέτοια ανθρώπινη έξαρση είναι επιτρεπτή μόνο μέσα σε τέσσερις τοίχους κάτω από μια στέγη, επιπλήττεται όμως από τους ήρεμους ουρανούς.
Πού και πού έβρισκε κανείς μια μαγική πινελιά που πάντα ηρεμούσε την τρικυμία σαν λάδι σε νερό. Ήταν μια νεαρή ύπαρξη που της άφηναν πάντα να αποδώσει το κομμάτι της, με συγκριτική ησυχία. Η εμφάνιση της ήταν τόσο στερεότυπη, μηχανική και μη καλλιτεχνική όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Αλλά η ίδια ήταν κομψή και ευχάριστη στην όψη, το τραγούδι της το συνόδευε με ένα χαμόγελο, βιαστικά σε δύο λεπτά. Ακόμα ένα χαμόγελο και είχε εξαφανιστεί. Έλεγε μόνο ένα τραγούδι και το ρεφρέν του ήταν: “J'ai besoin du calmant Pour mon temperament. Donnez m'en, donnez m'en, donnez m'en!”
Συνδέθηκε με έναν τοπικό εργολάβο του ελληνικού στρατού, ο οποίος είχε κάνει μια γρήγορη περιουσία πουλώντας σανό ή κάτι τέτοιο, εγκατέλειψε τους θριάμβους και την κούραση της σκηνής και πλέον εμφανιζόταν στη Θεσσαλονίκη σε μια άμαξα. Είχε βρει προφανώς ένα βάλσαμο για το ταμπεραμέντο της.
Μετά ήταν η Πόλυ. Δεν ήταν αυτό το όνομά της, αλλά μας κάνει. Κυριάρχησε σε ένα μαινόμενο κοινό σαν ένας θηριοδαμαστής που κυριαρχεί στο κλουβί του με τα λιοντάρια. Ήταν παχουλή και στρογγυλεμένη και ένα τατουάζ κοσμούσε μια από τις ελκυστικές της καμπύλες.
Η Πόλυ ήταν προϊόν της σχολής σκηνικού χορού του Μάντσεστερ. Θα την συναντούσες σε κάθε αίθουσα μουσικής του σύμπαντος. Είναι όλες τους απόλυτα ικανές. Με το επιδέξιο τρεμόπαιγμα των ποδιών και της μέσης αφήνουν την ευπρεπή Ευρωπαική διασκέδαση πολύ πίσω. Η Πόλυ είχε περάσει από όλη την Ευρώπη και Ανατολή. Νομίζω ότι ο στρατός τη βρήκε στη Θεσσαλονίκη και άκουσα ανθρώπους να λένε ότι την είχαν δει να χορεύει στο Βουκουρέστι και την Κωνσταντινούπολη πριν πολύ καιρό.
Η Πόλυ έφτανε στη σκηνή όταν ο θόρυβος ήταν σε πλήρη έκρηξη. Η εμφάνισή της προκαλούσε, αν είναι δυνατόν, μεγαλύτερο σάλο. Ψύχραιμη και αυτοκυρίαρχη, η Πόλυ λάμπει με τα πόδια της (!) εκφωνώντας περιστασιακά ένα περίεργο κάλεσμα, δύσκολο να αναπαραχθεί γραπτά, το οποίο απολάμβανε το κοινό. Δεν βιαζόταν ποτέ. Μπορούσε να περιμένει μέχρι να σταματήσει ο θόρυβος. Τότε σίγουρα θα ερχόταν η ηρεμία και η Πόλυ θα άρχιζε το τραγούδι και το χορό της.
Τελευταίο τραγούδι της ήταν πάντα το “Blighty”. Όταν το άκουσα για πρώτη φορά στο γραμμόφωνο κάπου στη Μακεδονία, το θεώρησα το πιο χυδαίο και δυσάρεστο τραγούδι που είχα ακούσει ποτέ. Αλλά αν είσαι πολύ μακριά από το σπίτι, μεγαλώνει μέσα σου υπέροχα. Τελειώνει με το να γίνει ένα τρυφερό chanson που χτυπάει λίγο τις χορδές της καρδιάς. Μπορεί να ακούγεται παράλογο, αλλά
”” Tiddley, iddley, itey, Take me back to Blighty, Blighty is the place for me,“.” “Take Me Back To Dear Old Blighty” World War I music hall classic αυτή υπήρξε η ποίηση, οι στίχοι και η μουσική, που ξεσήκωναν τα πιο τρυφερά συναισθήματα σε πολλές χιλιάδες άντρες μας μακριά στον πόλεμο. Εξέφραζε μια επιθυμία που ήταν αγαπητή στις καρδιές όλων. Η Πόλυ θα τελείωνε με έναν επιδέξιο και ευχάριστο χορό, ένα τελευταίο κάλεσμα του “Ya-oup” (αυτό είναι το πιο κοντινό που μπορεί να φτάσει η ορθογραφία μας) και ένα αποχαιρετιστήριο, αδιάφορο κούνημα του χεριού που έβαζε τους πάντες στη θέση τους. Πάντα θέλαμε περισσότερα από αυτήν.
Μετά ήταν το “Tipperary”. Είχε επίσης μεγάλη δύναμη να καταπνίξει την καταιγίδα. Η ορχήστρα έπρεπε μόνο να το αρχίσει και όλοι ήξεραν πως η χορωδία θα συμμετέχει. Έχω δει Βρετανούς, Γάλλους, Σέρβους, Ιταλούς, Ρώσους και Έλληνες να το τραγουδούν μαζί και να το τραγουδούν με μια πραγματική πινελιά σοβαρότητας, σαν ιεροτελεστία, κάτι που ξεσήκωνε τα λεπτότερα συναισθήματα. Τι λόγια έβαζαν όλοι στο ρεφρέν κανείς δεν θα μάθει ποτέ.
Και τελικά, υπήρχε το “Madelon”, ίσως το καλύτερο τραγούδι του πολέμου. Σίγουρα θα μπει στην ιστορία μαζί με το “Tipperary.” Στην αρχή αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που έκανε όλους τους Γάλλους που ήταν παρόντες να περνούν από την οχλαγωγία και τον θόρυβο στην αρμονία. Η κοπέλα που το τραγουδούσε έβρισκε το κοινό ήρεμο. Σαν να βρισκόσουν σε ένα όμορφο δείπνο σε ένα καμπαρέ με παρέα ευγενείς. Η τελευταία χαρούμενη γραμμή του “Madelon, Madelon, Madelon!” ακουγόταν σε μας τους Βρετανούς σαν “March along, march along, march”. Ο καθένας σκέφτεται τη δική του αγαπημένη και λέει στη Madelon μερικά από τα πράγματα που θα έλεγε σε αυτήν. Η Madelon πάλι μπορεί να πάρει ένα αστείο από όλους και είναι καλή με όλους. Όπως λέει η ίδια :-
«Γιατί να αρκεστώ σε έναν, όταν όλο το σύνταγμα είναι δικό μου;»
Οι πόλοι ενεργοποιούνται από τα καλύτερα κίνητρα. Και όλοι τραγουδούν σε ρεφρέν:
” Quand Madelon vient nous servir à boire Sous la tonnelle on frôle son jupon Et chacun lui raconte une histoire Une histoire à sa façon La Madelon pour nous n'est pas sévère Quand on lui prend la taille ou le menton Elle rit, c'est tout le mal qu'elle sait faire Madelon, Madelon, Madelon !!!”
Είναι σίγουρα το πιο ζωηρό ρεφρέν του πολέμου. Το “Tipperary” έχει την έντονη μελαγχολία του, γοητευτικό αλλά και μελαγχολικό. Το “La Madelon” είναι αιωρούμενο και χαρούμενο, ζεσταίνει τα ενδότερα της καρδιάς σου. Ρέει σαν κόκκινο κρασί και όταν ακούγεται, μπορεί κανείς να φανταστεί τους στρατιώτες σαν να είναι στα τραπέζια ενός κήπου καμπαρέ στη Γαλλία. Ένα θεσσαλονικιώτικο κοινό Γάλλων τραγουδούσε με πάθος αυτό το ρεφρέν. Ήταν εύκολο να δει κανείς ότι ήταν τόσο καλό γι’ αυτούς όσο μια υπόσχεση άδειας. Τα μάτια τους έλαμπαν, υπήρχε μια ευεξία στις χειρονομίες τους, συνέχιζαν να πίνουν την λεπτή μπύρα της Σαλονίκης με έναν άλλο αέρα που έλεγε ότι η ζωή ήταν ακόμα ωραία.
Είναι υπέροχη, αυτή η υποβλητική δύναμη του τραγουδιού, είτε για χαρά είτε για μελαγχολία. Έχω δει αναρίθμητες περιπτώσεις σε στρατόπεδα πάνω και κάτω στη Μακεδονία. Τα συναισθήματα είναι πάντα κοντά στην επιφάνεια, ειδικά στην περίπτωση των ανδρών που λείπουν όλοι από το σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως ήταν ο γενικός κανόνας με τον στρατό Θεσσαλονίκης. Οι περισσότεροι από εμάς μάλλον κοιτούσαμε υποτιμητικά το γραμμόφωνο πριν από τον πόλεμο. Αλλά τι υπέροχη διαφορά έχει κάνει στη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων εξόριστων. Πόσο συντριπτικά, κατά τη διάρκεια του πολέμου, έχει δικαιολογήσει την εφεύρεσή του.
Ο Harry Collinson Owen γράφει πολλά περισσότερα περί Salonica Nights. Επέμενα στην περιγραφή της διασκέδασης στο Ωδείον. Αξίζει να τον διαβάσει κανείς.
Δαυίδ Μπράβος
Harry Collinson Owen (1882–1956). Αρχισυντάκτης της εφημερίδας Balkan News (Βαλκανικά Νέα). Καθημερινή αγγλόφωνη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης για την Βρετανική στρατιωτική δύναμη. Ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1915 και η αποχαιρετιστήρια, τελευταία έκδοση της δημοσιεύτηκε στις 10 Μαΐου 1919.
“Διευθυνταί – Πλούταρχος Ιμπροχώρης και Αβραμίκος Μπενχαμίας”. “Το Μουλέν Ρουζ της Θεσσαλονίκης”
Μετά ήταν η Πόλυ. Δεν ήταν αυτό το όνομά της, αλλά μας κάνει. Κυριάρχησε σε ένα μαινόμενο κοινό σαν ένας θηριοδαμαστής που κυριαρχεί στο κλουβί του με τα λιοντάρια. Ήταν παχουλή και στρογγυλεμένη και ένα τατουάζ κοσμούσε μια από τις ελκυστικές της καμπύλες.
Η Πόλυ ήταν προϊόν της σχολής σκηνικού χορού του Μάντσεστερ. Θα την συναντούσες σε κάθε αίθουσα μουσικής του σύμπαντος. Είναι όλες τους απόλυτα ικανές. Με το επιδέξιο τρεμόπαιγμα των ποδιών και της μέσης αφήνουν την ευπρεπή Ευρωπαϊκή διασκέδαση πολύ πίσω.
Η Πόλυ είχε περάσει από όλη την Ευρώπη και Ανατολή. Νομίζω ότι ο στρατός τη βρήκε στη Θεσσαλονίκη και άκουσα ανθρώπους να λένε ότι την είχαν δει να χορεύει στο Βουκουρέστι και την Κωνσταντινούπολη πριν πολύ καιρό.
Το Odeon, όπου διασκέδαζαν ο Joseph Pigassou με τον φίλο του Paul Albarel, σε απόσπασμα φωτογραφίας του Pigassou. Snapshot από γαλλικό φιλμ που δείχνει το θέατρο επιτέλους ανφάς.