Saloni.ca Archive

Ομαδα ερευνας για την παλια Θεσσαλονικη

Ο Αύγουστος εκτός απ’ τον κολιό έχει μεγάλη σχέση με τις μελιτζάνες. Με την Θεσσαλονίκη, οι μελιτζάνες έχουν μια ιδιαίτερη σύνδεση, καθώς κάποιες διηγήσεις (αστικός μύθος; ) τους χρεώνουν την πυρκαγιά του ’17. Μελιτζάνες, λέει, τηγάνιζαν στο προσφυγικό σπίτι της οδού Ολυμπιάδος 3, και τινάχτηκε το λάδι απ’ το τηγάνι με τα γνωστά αποτελέσματα, παρά το γεγονός ότι απέναντι ακριβώς ήταν η κρήνη Χορ-Χορ και μία από τις μεγαλύτερες δεξαμενές νερού της πόλης…

Με τη βοήθεια της Journal de Salonique, ασχολούμαστε λοιπόν με ένα ‘νέο’ είδος τους που πρωτοκαλλιεργήθηκε στην περιοχή στα τέλη του 19ου αιώνα, με πρωτοβουλία της Οθωμανικής Γεωργικής Σχολής. Αν κρίνουμε από την περιγραφή, μιλάει μάλλον για την ποικιλία που είναι γνωστή ως ‘μελιτζάνα Λαγκαδά’.

Το «πρότυπο αγρόκτημα», όπως μεταφράζεται κυριολεκτικά ο γαλλικός του τίτλος, ήταν ένας θεσμός-καμάρι της οθωμανικής διοίκησης, και έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και για το έργο τoυ, και για τα κτίριά τoυ αλλά και ως εκδρομικός προορισμός. Περισσότερα εδώ: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid02Q9hwVLpTMmkDVYgtgw4m3KEgKj9AtUybYzdCWxK1xGpAvXU7UFmdBVkSLKDXFxHel

Μάρα Νικοπούλου

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid02eBMMqgNUV3TQTLBXWcN12EMG6TkKgWnQG2rNWzc67ZXKrPUkv3E4uiRGXTsEscyAl

Τον Σεπτέμβριο του 1897, η JdS, δημοσιεύει ένα αρκετά εκτενές άρθρο: Ο εφέντης Βιτάλι Στρούμζα, ο διακεκριμένος διευθυντής της Γεωργικής Σχολής, εισήγαγε σ’ αυτό το σπουδαίο αγρόκτημα την καλλιέργεια μιας νέας ποικιλίας μελιτζάνας. Η επιτυχία με την οποία στέφθηκε το πείραμά του είναι τέτοια που σε λίγο η κοινή μελιτζάνα της περιοχής θα εξαφανιστεί από τους μπαξέδες και τα τραπέζια μας. Η μελιτζάνα που βγήκε από το αγρόκτημα έχει λευκή και τρυφερή σάρκα και οι διαστάσεις της λίγο διαφέρουν από της μπανάνας. Δεν χρειάζεται τον χώρο που απαιτεί η κοινή μελιτζάνα και παρά τα πολλά της πλεονεκτήματα η τιμή της θα είναι πολύ συμφέρουσα διότι το νέο είδος μελιτζάνας δίνει μεγάλη συγκομιδή, αναπτύσσεται ταχύτατα, δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα και ευδοκιμεί θαυμάσια με την περιοχή μας. Οι καλλιεργητές και οι ιδιοκτήτες μπαξέδων μπορούν να ζητήσουν σπόρους της νέας αυτής ποικιλίας από τον κ. Βιτάλη Στρούμζα που, έχοντας ως αποκλειστική έγνοια την ανάπτυξη της γεωργίας στη χώρα, θα είναι ιδιαίτερα ευτυχής βλέποντάς τους γαιοκτήμονες ν’ αφήνουν πίσω τους τα παλιά λάθη και να μπαίνουν αποφασιστικά στον δρόμο των αγροτικών μεταρρυθμίσεων. Προκειμένου να προωθήσουμε τη νέα καλλιέργεια, είμαστε διατεθειμένοι να προωθήσουμε στην διεύθυνση της Γεωργικής Σχολής ό,τι αιτήματα για σπόρους γίνουν σ’ εμάς.

Η JdS επανέρχεται τον Ιανουάριο προωθώντας τις ‘νέες’ μελιτζάνες.

Το περασμένο καλοκαίρι ανακοινώσαμε στους αναγνώστες μας ότι ο εφέντης Βιτάλης Στρούμζα εισήγαγε μια νέα ποικιλία μελιτζάνας στην περιοχή μας. Φτάσαμε σήμερα στην εποχή που πρέπει να αρχίσει η σπορά των σπόρων αυτού του νέου λαχανικού. Ο κ. Στρούμζα, θέλοντας να επεκτείνει και να πολλαπλασιάσει την καλλιέργειά του, μας έστειλε αρκετά πακέτα με σπόρους για να τα διαθέσουμε στους ιδιώτες. Σας θυμίζουμε ότι οι νέες μελιτζάνες έχουν λευκή, τρυφερή και γλυκιά σάρκα. Πολλαπλασιάζονται πολύ γρήγορα και ευδοκιμούν στην περιοχή μας. Τέλος, πλεονεκτούν σε όλα έναντι των κοινών ποικιλιών μελιτζάνας της χώρας και οφείλουν να τις αντικαταστήσουν στην αγροτική μας παραγωγή.

Δυο βδομάδες αργότερα, οι σπόροι δεν έχουν ακόμα εξαντληθεί: «Διαθέτουμε δωρεάν στους συνδρομητές μας σπόρους της νέας ποικιλίας από μελιτζάνας που αντικαθιστά με πλεονεκτήματα τις κοινές ποικιλίες της χώρας».

Απ’ όσο ψάξαμε, δεν αναφέρονται ξανά στο θέμα, κι έτσι δεν ξέρουμε πόσο επιτυχημένη ήταν τελικά η απόπειρα αντικατάστασης. Σταματάμε, όμως, λίγο και σε ένα άλλο φυτό που παρέχει ιδανικό συστατικό για μερακλίδικες μελιτζανοσαλάτες…

Την ίδια μέρα με την πρώτη δημοσίευση, στις 16/9/1897, εμφανίζεται και ένα άλλο ‘γαστρονομικό’ αρθράκι. Ίσως γιατί στην επαφή του με τους γεωπόνους της Γεωργικής Σχολής προκειμένου να ενημερωθεί για τις νέες μελιτζάνες, ο αρθρογράφος έλυσε και κάποιες ακόμα απορίες του: «Στις δυο πλευρές του δρόμου που συνορεύει με τη νέα ιδιοκτησία του κ. Αλλατίνι, στο τέλος της λεωφόρου των Εξοχών, ο περιπατητής μπορεί να δει, ανάμεσα στα γαϊδουράγκαθα και τα βάτα, ένα ποώδες, πολυετές φυτό με όμορφα μεγάλα λουλούδια! Χαιρετίστε την κάπαρη, που η παραδοσιακή μας ανεμελιά εγκαταλείπει εκεί, στο έλεος των στοιχείων της φύσης. Ωστόσο, με λίγη φροντίδα, αυτό το φτωχό και παραμελημένο φυτό θα σας ανταμείψει βασιλικά για την προσοχή σας. Τα μπουμπούκια του άνθους του, συντηρημένα σε ξύδι, αποτελούν πολύτιμο καρύκευμα και επιπλέον έχουν διεγερτικές, ορεκτικές και αντισκορβουτικές ιδιότητες. Ο φλοιός της ρίζας θεωρείται διουρητικός και τέλος, η ίδια η ρίζα είναι πικρή και τονωτική».

Xαμόγελο στον φωτογράφο (και σε μας), για μια στιγμή αποστρέφει το βλέμμα από την όμορφη θέα, στιγμές αγάπης στο μπαλκόνι του νεόκτιστου Μεντιτερανέ. Μεσοπόλεμος.

Η φωτογραφία φιλοξενείται στο Musée du quai Branly – Jacques Chirac

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid025dmHSmXpYWS58hLwbFvCaU4AUG6ZGJZcFD6eVNQj4v6aLFKUQk22H8XTg1PtF7Kzl

Λεπτομέρεια αεροφωτογραφίας του 1959. Ο νέος ναός της Παναγίας Δεξιάς κτίζεται χωρίς να έχει κατεδαφισθεί όμως ο παλαιότερος του Αγίου Υπατίου. Το πίσω μέρος του παλιού ναού φαίνεται μερικώς κομμένο. Δεν είμαι ειδικός στη δόμηση, αλλα τα θεμέλια του νέου ναού πώς τα έσκαψαν; Τον Μάιο του 1962 θα γκρεμισθεί τελικά ο παλιός ναός. Βαγγέλης Καβάλας Ο Θόδωρος Νάτσινας παρατήρησε την αλλαγή κατεύθυνσης του ιερού από την μία εκκλησία στην άλλη. Ο νέος ναός έχει το ιερό του ανατολικά, ενώ αυτό του παλιού ναού ακολουθούσε την φορά της Εγνατίας.. Επίσης στις εκκλησίες στο κέντρο, Αγία Σοφία, Ευαγγελίστρια, Παναγούδα, Υπαπαντή κλπ. το ιερό ακολουθεί την φορά της Εγνατίας. Ο Νεόφυτος Παπαδόπουλος έδωσε την εξής ερμηνεία: “Οι μετρήσεις από δορυφορικά συστήματα γεωδαισίας, όπως το GPS, έχουν δείξει ότι η Θεσσαλονίκη κινείται με ρυθμό περίπου 1-2 εκατοστά ανά έτος προς τα βορειοανατολικά. Αυτό σημαίνει ότι σε ένα διάστημα 2000-3000 χρόνων, η μετατόπιση μπορεί να είναι της τάξης των 20-60 μέτρων προς τα βορειοανατολικά. Οπότε υπάρχει η πιθανότητα όταν χτίστηκαν να είχαν σωστό προσανατολισμό. Και ίσως ο ναός του Αγίου Υπατίου να είναι χτισμένος πάνω σε κάποιο αρχαιότερο ναό ή άλλο αρχαίο κτίσμα”.

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid046KeQ1JZeEWSTfpQFWVxTbXcenxY4zPGaa3yKn62R6id157sQRJ5YHyoVA5FCor9l

Κατερίνα Τσιρέλη: Ρυμοτομικό του 1961 .... όπου φαίνεται η θέση της παλιάς και νέας εκκλησίας.

Στην εποχή μας ο Καραγκιόζης ήταν ένα από τα προσφιλή θεάματα . Στις γειτονιές και στο κέντρο υπήρχαν μόνιμα στέκια , όπου επαγγελματίες έπαιζαν Καραγκιόζη. Θυμάμαι ένα διώροφο κτίριο απέναντι από το Ιπποκράτειο νοσοκομείο σε μια ταράτσα που υπάρχει ακόμη και ένα στη Βασιλέως Γεωργίου απέναντι από το ξύλινο κτίσμα των Προσκόπων . Πηγαίναμε κανονικά σ΄ αυτά πληρώνοντας εισιτήριο. Όμως και αυτό το ελάχιστο εισιτήριο δεν μπορούσαμε να το εξασφαλίσουμε. Έτσι στις γειτονιές άρχισαν να ξεφυτρώνουν παρέες παρέες που έπαιζαν Καραγκιόζη ερασιτεχνικά . Έδιναν δικές τους κανονικές παραστάσεις Καραγκιόζη στις αυλές που υπήρχαν άφθονες τότε , με εισιτήριο κανονικά. Η δική μου η παρέα της Σπάρτης και της Αγίας Τριάδας είχε πολύ καλούς πιτσιρικάδες που ήταν ταλαντούχοι καραγκιοζοπαίκτες . Έκαναν υπέροχα όλες τις φωνές του Καραγκιόζη , του Μπαρμπαγιώργου του Νιόνιου , της Αγλαΐας Καραγκιοζοπούλου της γυναίκας του Καραγκιόζη , και όλης της οικογένειας του Καραγκιόζη με τα πολλά Κολλητήρια , της Βεζυροπούλας , του Πασά , του Βεληγκέκα κι όλης οικογένειας του Καραγκιόζικου θιάσου Σκιών . Έτσι όταν είχαμε κέφια τα ζεστά Αυγουστιάτικα καλοκαίρια όπως καλή ώρα τώρα , στην Σπάρτης και ιδιαίτερα στη δική μας πίσω αυλή που θαρρείς κι ήταν φτιαγμένη για παραστάσεις Καραγκιόζη, μόλις σουρούπωνε στήναμε το σκηνικό . Στο διώροφο νεοκλασικό με πολλά στοιχεία ανατολίτικα και εκλεκιστικά που μέναμε , στο πίσω μέρος του ανώγειου ορόφου λόγω και μιας μικρής κλίσης σχημάτιζε ένα μεγάλο μπαλκόνι 2 Χ 2 μέτρα και για να κατέβει κανείς στην χωμάτινη αυλή έπρεπε να κατέβει από εκεί σε καμιά δεκαριά σκαλιά . Εκεί η διαμόρφωση αυτή του χώρου σχημάτιζε ένα υπέροχο μίνι θεατράκι που χωρούσε άνετα καμιά 20 ρια πιτσιρίκια . Μετά τα σκαλοπάτια αφήναμε ένα κενό ένα με δύο μέτρα περίπου και στήναμε το σεντόνι . Το σεντόνι ήταν κάτι δυσεύρετο για την εποχή μας . Έπρεπε να μας το δανείσει η μητέρα μας ξεστρώνοντας ένα κρεββάτι πράγμα δύσκολο γιατί κανείς δεν ήξερε πως θα το επιστρέφαμε μετά τη χρήση με βρώμικα χέρια από το γύρω χώμα της αυλής τα κολλημένα κεριά , τις χρησιμοποιημένες από το Πάσχα λαμπάδες και τα σπαρματσέτα και γινόταν ολόκληρη συζήτηση και δινόταν πολλές υποσχέσεις και όρκοι ότι θα επέστρεφε όπως ακριβώς παρελήφθη. Η αλήθεια είναι ότι οι οικογένειες τότε δεν είχαν την μεγάλη άνεση των πολλών ρούχων και κλινοσκεπασμάτων γι αυτό και το μεγάλο πρόβλημα . Από τη μια μεριά ήτανε το σπίτι που καρφώναμε επάνω του το σεντόνι και από την άλλη ένα καδρόνι κάθετο που το στηρίζαμε με 2-3 σκοινιά σαν αντηρίδες κάτω στο σκληρό χώμα. Καραγκιόζηδες από χαρτόνι φτιάχναμε μόνοι μας . Αγοράζαμε χοντρό χαρτόνι και με το ψαλίδι στην έτοιμη στάμπα ζωγραφισμένη από μικρούς ταλαντούχους ζωγράφους της παρέας ξεκινούσαμε τη δουλειά . Αργότερα τα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα έφεραν έτοιμες έγχρωμες στάμπες και αφού τις κολλούσαμε με αλευρόκολλα στο χοντρό χαρτόνι , με το ψαλιδάκι τσικι – τσίκι τους κόβαμε πανέμορφους καλοσχηματισμένους έτοιμους για την παράσταση . Ο κυρ Βαγγέλης στη γωνία Αγίας Τριάδος και Βελισαρίου πάντα έφερνε τους καλύτερους πανέμορφους έτοιμους Καραγκιόζηδες που με ρεφενέ τους αγοράζαμε και πέφταμε με τα μούτρα μετά στη δουλειά να τους ετοιμάσουμε για τη βραδινή παράσταση . Με αλευρόκολλα ξεκινούσαμε , που τοποθετούσαμε επάνω στο χαρτόνι και με το ψαλιδάκι ανοίγαμε και τις τρυπούλες που ενδιάμεσα χρειαζόταν για να φαίνεται ποιο ζωντανή η μορφή της φιγούρας. Από την πίσω μεριά της φιγούρας καρφώναμε ένα ξύλο οδηγό μακρόστενο καμιά τριανταριά εκ. και ο Καραγκιόζης ήταν έτοιμος . Οι βασικές φιγούρες ήταν ο Καραγκιόζης , η Αγλαΐα η γυναίκα του και τα δυο τρια Κολλητήρια τους , ο Μπαρμπαγιώργος ,ο Νιόνιος , ο Βεληγκέκας , ο Πασάς και ανάλογα με το έργο , η βασιλοπούλα , Μεγαλέξανδρος και τα λοιπά πρόσωπα πρωταγωνιστές . Επειδή ηλεκτρικές λάμπες ήταν αδύνατο να μπορέσουμε να τοποθετήσουμε , είχαμε για φωτισμό σπαρματσέτα , παλιές χρησιμοποιημένες λαμπάδες του Πάσχα και κεριά . Με το πολύ σκοτάδι που υπήρχε τότε στην πίσω αυλή , δεν χρειαζόμασταν παρά ελάχιστο φωτισμό και τα κεριά κι λαμπάδες κάνανε θαυμάσια τη δουλειά μας . Το σπουδαιότερο βέβαια μετά ήταν η εξεύρεση θεατών. Έτσι από νωρίς το απόγευμα βγαίναμε στους δρόμους της γειτονιάς τελάληδες. Φωνάζαμε με όση δυνατή φωνή μπορούσαμε ότι – Στου Γιώργου του Κωτσίδη το σπίτι θα έχουμε σήμερα παράσταση Καραγκιόζη… Παράσταση κανονική με εισιτήριο , με τελάληδες κι όλα γενικά δηλαδή. Τότε το είδος συνηθιζόταν βγαίνανε στους δρόμους τελάληδες και κάνανε κανονική διαφήμιση με φωνή. Κι εμείς φυσικά οι πιτσιρικάδες ακολουθούσαμε την συνήθη πρακτική. – Σήμερα θα παρακολουθήσετε το έργο ο Καραγκιόζης και το καταραμένο φίδι … – Τρέξατε τρέξατε … Ο Καραγκιόζης πάντα ο πρωταγωνιστής και μετά ότι άλλο ήθελες , επαγγέλματα , κατορθώματα , ήρωες κλπ κλπ κλπ . Η γειτονιά ενημερωνόταν κανονικά με πολύ μεγάλη άνεση. Οι γειτονιές ήταν ήσυχες , δεν υπήρχαν αυτοκίνητα ούτε μηχανάκια … Το πολύ πολύ να περνούσε κανένα κάρο με μία ρόδα με γάιδαρο και τον παραγωγό από την σημερινή Πυλαία να φωνάζει … – Καπτσιδιανές οι μελιτζάνες … Ο παγοπώλης ο κυρ Σταύρος να φωνάζει κι αυτός … – Πάρτε ένα τέταρτο πάγο γα δροσιά … Διαλαλούσαμε κι εμείς επίσης και το κόστος του εισιτηρίου που ήταν μερικές δεκάρες η το πολύ μισή δραχμή δεν καλοθυμάμαι . Θυμάμαι όμως ότι τότε μερικά παιδιά έφερναν και κανένα φρέσκο αυγό αντί για δραχμές μια και η γειτονία στις πίσω αυλές είχε και κοτέτσια και τα αυγά γινόταν ευχαρίστως δεκτά . Αν η μαμά δεν έδινε μισή δραχμή . τότε ο πιτσιρικάς έμπαινε κρυφά στο κοτέτσι και έπαιρνε και κανένα αυγό ζεστό ζεστό όπως ήταν και που μόλις είχε γεννήσει η κότα και την έδιωχνε με βία ώστε να της το πάρει , όσο κι αν αυτή διαμαρτυρόταν εντονόοτατα με κακαρίσματα . Ή παράσταση άρχιζε μόλις βράδιαζε γύρω στις εννιά . Αυτή την ώρα σιγά-σιγά έφταναν οι κι θεατές τα πιτσιρίκια από της γειτονιά μας επίσης και από τις γύρω γειτονιές. Ήξεραν ότι στη γειτονιά μας είχαμε έναν από τους καλύτερους καραγκιοζοπαίκτες . Ήταν ο πρώτος μου ξάδερφος ο Γιώργος , ο διάσημος με το παρατσούκλι Σόλων . Ο Σόλων πήγαινε και στο Ωδείο του Ανθομελίδη ψηλά στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο , το Χιρς τότε και ήξερε μουσική , έπαιζε κι ακορντεόν . Έριχνε και κανένα τραγούδι και κανένα καλαματιανό χορό , όπως διαλαλούσε τότε ο μέγας Καραγκιόζης στο ξεκίνημα της παράστασης . Όλα αυτά ήταν γνωστά στη γειτονιά κι η πελατεία ήταν εξασφαλισμένη . Γι’ αυτό όλοι έτρεχαν να τον ακούσουν . Είχε μια απίστευτη ικανότητα να μιμείται όλους τους ήρωες του Καραγκιόζη. Εμείς είμαστε οι βοηθοί του δεν μπορούσα με τίποτα να τον πιάσουμε , το πολύ πολύ να μας έβαζε να κάνουμε το κολλητήρι που ήταν εύκολο για μας με τις τσιριχτές παιδικές φωνές μας . Όταν οι θεατές είχαν καλύψει τις πίσω σκάλες της κουζίνας συνήθως καμιά εικοσαριά παιδάκια δηλαδή αρχίζει η παράσταση . Τραγουδούσαμε όλοι μαζί στην έναρξη , είχαμε και ταμπούρλα και γενικά προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τους μεγάλους διάσημους καραγκιοζοπαίκτες μας με τις δικές μας φωνές . Δύσκολο βέβαια αλλά το παλέβαμε . Μεγάλες επιτυχίες μας ήταν ο Καραγκιόζης γιατρός , ο Καραγκιόζης Μεγαλέξανδρος , ο Καραγκιόζης και το καταραμένο φίδι . Γινόταν χαμός κάθε βράδυ στη δροσιά της πίσω αυλής , κάτω από τα κλωνάρια τα γεμάτα μαυροπούλια που τα ακούγαμε να γουργουρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας , του πανύψηλου πεύκου με χοντρό κορμό που δύσκολα μπορούσαν δυο άντρες μαζί να το αγκαλιάσουν . Η πιτσιρικαρία ενθουσιαζόταν κάθε τόσο με τα κόλπα του Γιώργου του ξαδέρφου και προσπαθούσε κι αυτή να μάθει να τα μάθει , για να οργανώσουν κι αυτοί τη δική τους παράσταση Καραγκιόζη στην διπλανή γειτονιά. Ήταν κανόνας όταν παιζότανε στη διπλανή γειτονιά Καραγκιόζης θα έπρεπε οπωσδήποτε να πάμε κι εμείς. Υπήρχε ενός είδους ανταγωνισμούς , θα έλεγα ότι εκεί σ΄ αυτές τις παραστάσεις έβγαιναν τα νέα ταλέντα. Ήταν τόσες λίγες οι διασκεδάσεις μας , ώστε ο Καραγκιόζης ήτανε μεγάλο γεγονός στην παρέα . Είχαμε πάθος και πολλές φορές το παρατραβούσαμε στο χρόνο και παίζαμε μέχρις αργά και 1 και 2 μετά τα μεσάνυχτα με τους γονείς των παιδιών να άρχιζουν να ανησυχούν κι ερχόταν στην αυλή πίσω να δουν τι γίνεται . Με κλάματα και οδυρμούς μαζεύανε τα πιτσιρίκια τους πελάτες μας , που δεν χόρταιναν και μετά τα μεσάνυχτα ήταν ακόμη έξω . Τότε όμως τα πράγματα ήταν ήσυχα δεν είχαν αγριέψει ακόμη . Τα θυμάμαι όλα αυτά με νοσταλγία , ήταν ένα απίστευτο θέαμα. Δεν μπορούσα να φανταστώ σήμερα ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Ο Καραγκιόζης σχεδόν εξαφανίστηκε, οι ελάχιστοι πια καραγκιοζοπαίκτες που υπάρχουν είναι κάτι σαν παραδοσιακό θέαμα οργανωμένο από συλλόγους , από δήμους και κοινότητες από επαγγελματίες του είδους που θέλουν να κρατήσουν την παράδοση . Οι πιτσιρικάδες έπαιρναν τα πρώτα μαθήματα στον Καραγκιόζη της τέχνης της υποκριτικής. Ο Καραγκιόζης ήταν ο κατατρεγμένος αυτός που πάντα τα κατάφερε να ξεγελά τους άρχοντες της εποχής , Βεζύρη , τον Βεληγκέκα . Θυμάμαι με νοσταλγία την πανέμορφη αγαπημένη Βεζυροπούλα κόρη του , που ήταν πάντα ερωτευμένη και παρίστανε την άρρωστη για να συναντήσει τον καλό της . Ο Μεγαλέξανδρος μια ιδιαίτερη ηρωική μορφή , που σκότωνε πάντα το καταραμένο φίδι που κατατρομοκρατούσε τους αγαθούς κατοίκους της περιοχής . Ο Νιόνιος ο Σιόρ Διονύσιος από τα Επτάνησα , ο ατρόμητος βλάχος ο Μπαρμπαγιώργος με την βλάχικη προφορά του – ‘’ Ωρε , ωρέ , έλα εδώ κακομοίρη μου ‘’ . Ο Καραγκιόζης ο κλασσικός Έλληνας που επιβίωνε πάντα με την εξυπνάδα του και την πονηριά του , που τους πουλούσε και τους αγόρασε όλους. Ο Χατζηαβάτης , ο μέγας γλείφτης των πάντων , που ο Καραγκιόζης τον έκανε ότι ήθελε , όσο κι αν προσπαθούσε με τις γαλιφιές του να τον τουμπάρει . Απίστευτοι χαρακτήρες που γαλούχησαν γενεές γενεών . Οι εποχές αλλάξανε , δύσκολο να ξανά συμβούν τέτοια πράγματα . Που και πως να γίνουν τέτοιες παραστάσεις . Σε μας τους μεγαλύτερους έμεινε βαθιά μεσ ΄ το μυαλό μας έμεινε η βραχνή φωνή του ξαδέρφου του Γιώργου του Σόλωνα του καραγκιοζοπαίχτη να τραγουδάει – Ρώπο , ρώπο , ρώπο , πωωω … – Ρώπο , ρώπο , ρώπο , πωωω …… και να χορεύει και κανένα καλαματιανό , κανένα τσάμικο και να χοροπηδάει με προσοχή δίπλα στο σεντόνι μη το λερώσει , που φωτίζονταν με τον ισχνό φωτισμό των λίγων κεριών ….

Γιώργος Κωτσίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid02eHFMe9r6wF8SJLJnNCgTodPnK55KM93UoJ5RFpwryLEHb2xVAqudwdR1oTzQAPDZl

Η Αικατερίνη Στάθη (1906-1999) ήταν μια από τις πρώτες Ελληνίδες που είχε μια ακαδημαϊκή καριέρα στο Παν. της Αθήνας. Συγκεκριμένα το 1927 πήρε πτυχίο Χημείας κι έγινε βοηθός στο εργαστήριο Ανόργανης Χημείας, με διευθυντή τον Κων. Ζέγγελη και το 1938 πήρε το διδακτορικό της. Η συμβολή της ως βοηθός ήταν αξιοσημείωτη, γιατί είχε στο ενεργητικό της επιστημονικές δημοσιεύσεις και συγγραφή επιστημονικού βιβλίου για τις ανάγκες του εργαστηρίου της Ανόργανης Χημείας. Στη θέση της, ως βοηθός, παρέμεινε μέχρι το 1948-1949. Το 1945 παντρεύτηκε, σε δεύτερο γάμο, τον Μιχάλη Αναστασιάδη (1908-1978), ο οποίος ήταν επιμελητής στο Α' εργαστήριο Φυσικής της Αθήνας, εξειδικευμένος στη Γαλλία στις υψηλές συχνότητες. Το συγκεκριμένο ζευγάρι ανάπτυξε από το 1947 δραστηριότητα στην ιδιωτική τεχνική εκπαίδευση, με την ίδρυση της Ραδιοτεχνικής Σχολής της Αθήνας και με παράλληλη λειτουργία Φροντιστηρίου για τις εισαγωγικές εξετάσεις στις Ανώτατες Σχολές. Το 1949 εμφανίζεται διαφήμιση στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ για το Φροντιστήριο τους στην Αθήνα, όπου παρουσιάζεται ως διευθύντρια η Αικατερίνη Στάθη [γιατί ο ίδιος ο Αναστασιάδης διατηρούσε τη θέση του στο πανεπιστήμιο, (που τότε ήταν Έκτακτος Καθηγητής στην Ηλεκτρονική Φυσική και το 1954 έγινε τακτικός καθηγητής)]. Και το 1966 λειτούργησε για λίγο (ή απλά διαφημίστηκε) παράρτημα της Ραδιοτεχνικής τους Σχολής της Αθήνας στη Θεσσαλονίκη.

Νίκανδρος Καστανίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0ftBosr2UQpTD1peyY6fXbND1K6uMRCJUfxD1hbaNUT7r4MNkB9hqLHepDDFXzLgel

Η Αικατερίνη Στάθη ( με κίτρινο βέλος) με φοιτητές και με μέλη του διδακτικού προσωπικού του Χημικού Τμήματος της Αθήνας σε εκδρομή στη Θεσσαλονίκη, το 1930

Ο Μιχ. Αναστασιάδης και η Αικατερίνη Στάθη το 1945, κάπου στην Αθήνα

[Φωτογραφία από το αρχείο της κας Βασ. Σιγούντου]

Η Αικατερίνη Στάθη (τότε Φωτιάδη) στο εργαστήριο της Ανόργανης Χημείας τη δεκαετία του 1930

[Η φωτογραφία της Αικατερίνης Στάθη είναι από το αρχείο της κας Βασ. Σιγούντου]

[Η φωτογραφία της Αικατερίνης Στάθη είναι από το αρχείο της κας Βασ. Σιγούντου]

Ο κ. Αρτόπουλος είχε παρατηρήσει σε δελτάριο του Α ΠΠ δύο λέοντες αντικριστούς στο τόξο πάνω από την πύλη που οδηγεί στους Αγ. Αναργύρους. Μέχρι την κατοχή οι λέοντες αυτοί, όπως και η παλιά μορφή της πύλης, διατηρήθηκαν. Στα μέσα του 1950 εξαφανίστηκαν με την αλλαγή της μορφής της πύλης.

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid03R7d6n5GgDdUBvWxvyDoXEc71DNKd9HxsSYuFj1vKrrwkPkfdk5NiNeMBCNKcQSfl

Το κτίριο της Οθωμανικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, Ιδαδιέ (αργότερα κτίριο της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν. Θεσσαλονίκης), η Ροτόντα και μέρος του Εβραϊκού κοιμητηρίου, το 1902-1903

Νίκανδρος Καστανίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0P7tYmVcy8sSnXKknsSpfG9U2FdUXw7fDgWhuApd7qDkL4QWKzCGaFfgwDx7Y2RkPl

Χρήστος Γ. Μπαλόγλου, ένας φροντιστής και καθηγητής στην ιδιωτική εκπαίδευση της Θεσσαλονίκης, την περίοδο 1944-1982

Νίκανδρος Καστανίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid02L6PT8aryp7AmQBr1wMSYBdeXponjwe78fgYBhF2FpqDUt1XZvTcfJq9Zy7skKxFPl

Ο Χρήστος Γ. Μπαλόγλου το 1940.

Χρήστος Γ. Μπαλόγλου (1919-2002) Η φωτογραφία αυτή είναι του 1938, τότε που γράφτηκε στο Τμήμα Μαθηματικών του Παν. Θεσσαλονίκης, από το οποίο πήρε πτυχίο το Νοέμβριο του 1943, με λίαν καλώς . Καταγόταν από το ελληνόφωνο χωριό Σύλλη, που ήταν δίπλα στην πόλη Ικόνιο, στο κέντρο της Μικράς Ασίας. Μαθήτευσε στο Γ’ Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, την περίοδο 1932-38.

Το χωριό Σύλλη, δίπλα στην πόλη Ικόνιο της Μικράς Ασίας

Μία όψη του χωριού Σύλλη, το 1906, όπου δεξιά διακρίνεται ο Ι.Ν. του Αρχ. Μιχαήλ.

Αμέσως μετά την αποφοίτηση του από το Τμήμα Μαθηματικών άρχισε να εργάζεται στο Κολέγιο ΔΕΛΑΣΑΛ των Φρέρηδων, στην αρχή της οδού Φράγκων.

Τον Απρίλιο, όμως, του 1944 τον συνέλαβε, μαζί με τον αδελφό του, η αιματοβαμμένη συμμορία των ταγματασφαλιτών του Δάγκουλα, με συνέπεια να σταλούν στο ναζιστικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας Neuengamme,στην περιοχή του Αμβούργου.

Στο ναζιστικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας Neuengamme και στ’ άλλα που μεταφέρθηκε, εργάστηκε με βάναυσους, εξοντωτικούς, καταναγκασμούς των Γερμανών δεσμοφυλάκων και κατάφερε να επιζήσει (ενώ ο αδελφός του και η πλειοψηφία των κρατουμένων εξολοθρεύθηκε) και απελευθερώθηκε από το ναζιστικό στρατόπεδο Ravensbrück, τον Μάιο του 1945, από Σοβιετικούς στρατιώτες.

Σκελετωμένος όπως επανήλθε στη Θεσσαλονίκη είχε μεγάλη ανάγκη να εργαστεί για να στηρίξει την οικογένειά του. Κάτι καθόλου εύκολο, εκείνα τα χρόνια. Είχε όμως την τύχη να του βρει μια θέση καθηγητή των Μαθηματικών στα Εκπαιδευτήρια Θηλέων της Αγλαΐας Σχινά ο γείτονας του Μανόλης Ανδρόνικος, που ήδη εργαζόταν, τότε, στο σχολείο αυτό.

Στα χρόνια του εμφυλίου κλήθηκε να υπηρετήσει στο Εθνικό Στρατό, όπου εντάχθηκε στη μονάδα των Διαβιβάσεων.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, μετά την απόλυση του από το στρατό, ξεκίνησε ο αγώνας του για εύρεση εργασίας. Τα ιδιαίτερα μαθήματα ήταν μια απασχόληση του, αλλά με αβεβαιότητες και οικονομικές ανεπάρκειες. Τότε προσλήφθηκε ως καθηγητής Μαθηματικών στο Ιδιωτικό Ελληνογαλλικό Γυμνάσιο Θηλέων «Άγιος Βικέντιος» των Αδελφών του Ελέους (στην περιοχή Φράγκων). Την ίδια περίπου χρονική περίοδο ξαναπροσελήφθηκε και στο Κολέγιο Δελασάλ.

[Στη φωτογραφία το Γυμνάσιο «Άγιος Βικέντιος», που αναρτήθηκε από τον κ. Γιώργο Μπασαγιάννη, στην ομάδα ΠΦΘ, στις 21-10-2021]

Ο Χρ. Γ. Μπαλόγλου ανάμεσα σε καθηγητές του Δελασάλ, πιθανότατα τη δεκαετία του 1960.

Ο Χρ. Γ. Μπαλόγλου μεταξύ καθηγητών και μαθητών του Δελασάλ. Στο σχολείο αυτό εργάστηκε για πολλά χρόνια, μέχρι το 1970.

Εκτός από τη διδασκαλία στα ιδιωτικά σχολεία Δελασάλ και Άγιος Βικέντιος, όπως και τα ιδιαίτερα μαθήματα, ο Χρ. Γ. Μπαλόγλου ανάπτυξε μια μεγάλη φροντιστηριακή δραστηριότητα, από το 1950 περίπου. Ένα από τα φροντιστήρια της δεκαετίας του 1950 που εργάστηκε ήταν τα Πρότυπα Φροντιστήρια ΘΑΛΗΣ.

Η θέση των φροντιστηρίων ΘΑΛΗΣ το 1957, στη Μητροπόλεως 73.

Το 1958-1959 συμμετέχει στα Φροντιστήρια “ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ”, στην Τσιμισκή 72.

Η θέση του φροντιστηρίου Δημόκριτος, το 1958-1959, στην Τσιμισκή 72.

Το 1960-1961 συνεργάζεται με τα Φροντιστήρια “ΑΡΓΥΡΙΟΥ” στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Αξιοσημείωτη είναι η εξειδίκευση του, τότε, στη διδασκαλία της Παραστατικής και της Προβολικής Γεωμετρίας για φοιτητές της Πολυτεχνικής και του Τμήματος Μαθηματικών. Αυτή η ασυνήθιστη διδακτική του ενασχόληση με τους κλάδους της ανώτερης (δηλ. της πανεπιστημιακής) Γεωμετρίας δημιούργησε πιθανότατα και μια εσωτερική του παρότρυνση προς τους αντίστοιχους πανεπιστημιακούς κύκλους. Έτσι έγινε, αρχικά, άμισθος βοηθός στο Εργαστήριο της Στατικής στην Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ, το 1965-66 (μετά από πρόταση του παλιού του γείτονα, καθ. Γεώργιου Νιτσιώτα), και στη συνέχεια, το 1967, μετακινήθηκε στην ομάδα των συνεργατών του καθ. Ιωάννη Αυδή, στο Εργαστήριο της Παραστατικής και Προβολικής Γεωμετρίας της ίδιας Σχολής. Από την ομάδα αυτή αποχώρησε, το 1968, όταν η Χούντα απέλυσε τον Αυδή.

Η θέση των Φροντιστηρίων “Αργυρίου” στην πλατεία της Αγίας Σοφίας, σε φωτογραφία του 1960.

Το διάστημα 1963-1966, δίδασκε στα Φροντιστήρια “ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ” (Αγίας Σοφίας 20) Γενικά Μαθηματικά, Παραστατική και Προβολική Γεωμετρία για φοιτητές της Φυσικομαθηματικής, της Πολυτεχνικής και της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ.

Η θέση των Φροντιστηρίων “ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ”, στην οδό Αγίας Σοφίας 20, απέναντι από τον κινηματογράφο Διονύσια.

Το 1966, παράλληλα με τις άλλες διδακτικές του δραστηριότητες, άρχισε να διδάσκει στην Ραδιοτεχνική Σχολή του Μιχ. Αναστασιάδη (καθ. Της Ηλεκτρονικής Φυσικής Παν. της Αθήνας). Τότε ιδρύθηκε και η Τεχνική Σχολή “ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ” στην οποία ήταν συνιδρυτής, διευθυντής και καθ. των Μαθηματικών, το χρονικό διάστημα 1966-1980. Τόσο η Ραδιοτεχνική Σχολή του Αναστασιάδη όσο και η Τεχνική Σχολή “ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ” ήταν στην ίδια διεύθυνση, Λαγκαδά 13, πολύ κοντά στην πλατεία Βαρδάρη. Είναι πολύ πιθανόν η Ραδιοτεχνική Σχολή να λειτούργησε πολύ λίγο ως αυτόνομη και στη συνέχεια να συγχωνεύτηκε με την Τεχνική Σχολή “ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ”.

Η Τεχνική Σχολή “ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ” (σε κόκκινο πλαίσιο), στην οδό Λαγκαδά 13, δίπλα στον κινηματογράφο Αλέκα (σε κίτρινο πλαίσιο).

Το 1969 δίδαξε και στο νέο, τότε, “Σύγχρονο Φροντιστήριο” ως ειδικός συνεργάτης για το μάθημα της Παραστατικής Γεωμετρίας.

Η θέση του “Σύγχρονου Φροντιστηρίου”, στη γωνία Διαλέτη 2 με Μεγ. Αλεξάνδρου (δηλ. προέκταση Τσιμισκή) 139, σε φωτογραφία του 1968.

Αναφέρεται ότι δίδαξε και στα φροντιστήρια Σταυριανίδη, όπως και του Βασιλειάδη. Δεν βρέθηκαν, όμως, σχετικά τεκμήρια.

Το 2001 δημοσιεύτηκε μια συμβολή του στην Προχωρημένη Γεωμετρία, όπου παρουσιάζονται διάφορα ειδικά θέματα Γεωμετρίας, κύρια της Προβολικής Γεωμετρίας. Μ’ αυτό το έργο του γίνονται φανερά οι υψηλού επιπέδου γεωμετρικές του ικανότητες. Γι’ αυτούς που τον γνώριζαν, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν ήταν μια έκπληξη. Ήταν γνωστός στον κόσμο των φροντιστών, του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, ως ένας αξιοσημείωτος γεωμέτρης με διδακτικά χαρίσματα.

Ο Χρήστος Γ. Μπαλόγλου (στον κίτρινο κύκλο), η μητέρα του (σε μωβ κύκλο) κι άλλα μέλη της οικογένειάς του γύρω στο 1924-1925, τα δύσκολα χρόνια της προσφυγικής επιβίωσης.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1860 άρχισε να διαδίδεται η ευρωπαϊκή μουσική στη Θεσσαλονίκη, κύρια μέσω έργων όπερας ή οπερέτας, που παρουσίαζαν στην πόλη οι πρώτοι ελληνικοί. ιταλικοί και γαλλικοί μουσικοθεατρικοί θίασοι.

Νίκανδρος Καστανίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0jsVbDrv2rp7EtLc2SiuRTSKMU5HZcvbDEFuvkEAimdtEm45Kj12F53hMHBa8yeNtl

Από τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία φαίνεται ότι ο πρώτος θίασος που πέρασε από τη Θεσσαλονίκη και έδωσε παραστάσεις το 1859 και το 1860 ήταν μια ελληνική θεατρική ομάδα με τον Βασίλη Ανδρονόπουλο (βλ. Χριστίνα Φίλιππα, https://www.tovimatisaigialeias.gr/7523-andronopoulos-vasileios-o-aigiotis-ithopoios-kai-enthermos-patriotis-aigio-1838-thessaloniki-1897?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTAAAR3aVuJnP4NvpwWnlbtiWpFQxNJyrH1G_dfPrIzIyb-qxpeg1V-QnWlaUEc_aem_VrX-XOuDZXCfpxVkP9ACxg). Εικάζεται ότι το ρεπερτόριο της ήταν εναλλασσόμενο από κωμωδίες και μελοδράματα (όπου πιθανότατα συνοδεύονταν από μουσική διασκευασμένη από ελαφριές όπερες, σύμφωνα με τις συνήθειες εκείνης της περιόδου).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 δημιουργείται το ξενοδοχείο Colombo, ένα σύγχρονο ξενοδοχείο ευρωπαϊκού τύπου, στην φράγκικη περιοχή. Εδώ λειτουργούσε καφέ σαντάν, όπου ορχήστρα έπαιζε αποσπάσματα από όπερες και ξένες καλλιτέχνιδες τραγουδούσαν ιταλικές καντσονέτες, γαλλικά σανσόν και γερμανικά λαϊκά τραγούδια.

Την ίδια περίοδο οι ιταλοί ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου Colombo δημιούργησαν παραδίπλα και Ιταλικό Θέατρο όπου έδιναν παραστάσεις όπερας ή μελοδράματος ιταλικοί και γαλλικοί θίασοι. Τόσο τα καφέ σαντάν, τα οποία αυξήθηκαν μετά το ξενοδοχείο Colombo, όσο και οι παραστάσεις όπερας και μελοδράματος από ξένους και ελληνικούς θιάσους διέδιδαν την ευρωπαϊκή μουσική.

[Ο χάρτης είναι του 1882 και υπάρχει στο βιβλίο “Η Θεσσαλονίκη πριν 100 χρόνια” του Ε. Χεκίμογλου και της E. Donacioglu.]

Το σαλόνι του πολυτελούς ξενοδοχείου Splendid με πιάνο, γύρω στο 1910

Παράλληλα με την αύξηση των καφέ σαντάν υπήρχε, από στα τέλη της δεκαετίας του 1870, αύξηση των θεάτρων και των ξενοδοχείων ευρωπαϊκού τύπου γύρω από την φράγκικη περιοχή. Τα θέατρα φιλοξενούσαν διερχόμενους θιάσους οι οποίοι διέδιδαν με τις παραστάσεις τους την ευρωπαϊκή μουσική. Όμοια και τα νέα ξενοδοχεία πολυτελείας, που είχαν, κατά κανόνα, πιάνο στο κύριο σαλόνι τους ή και μικρή ορχήστρα.

Την ίδια περίοδο (και ιδιαίτερα γύρω στο 1900) δημιουργούνται στην Ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκη φιλόμουσες, αθλητικές, μορφωτικές και φιλεκπαιδευτικές λέσχες ή σύλλογοι. Οι περισσότερες είχαν θρησκευτικό και εθνικό προσανατολισμό και δραστηριότητα. Ανάλογοι σύλλογοι ή λέσχες αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο, και από τις άλλες κοινότητες της Θεσσαλονίκης. Κάποιοι από τους συλλόγους αυτούς δραστηριοποιήθηκαν για την ανάπτυξη της μουσικής παιδείας, οργανώνοντας φιλαρμονικές ορχήστρες, μαντολινάτες και χορωδίες, αλλά και προωθώντας μουσικοθεατρικές παραστάσεις με Ελληνικούς ή ξένους θιάσους. Με τις ενέργειες αυτές διαδίδονταν η Ευρωπαϊκή μουσική, είτε με την αξιοποίηση διασκευασμένων μουσικών αποσπασμάτων από όπερες, είτε με την παρουσίαση δημοφιλών ξένων μουσικών συνθέσεων. Ίσως η πιο σημαντική επίδραση της Ευρωπαϊκής μουσικής στην κουλτούρα της Θεσσαλονίκης ήταν, εκτός τα ακούσματά της στις θεατρικές παραστάσεις, στις χοροεσπερίδες και στα παιανίσματα των φιλαρμονικών ορχηστρών, η πρόσληψη ξένων (Ιταλών συνήθως) μαέστρων, μουσικών διευθυντών, στις φιλαρμονικές ορχήστρες. Κι αυτό γιατί έπαιζαν έναν πιο ενεργό ρόλο στην καλλιέργεια της Ευρωπαϊκής μουσικής, απ’ ότι τα παθητικά ακούσματά της.

Ένα άλλο πιο λαϊκό κανάλι διάδοσης της Ευρωπαϊκής μουσικής στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη ήταν ο κινηματογράφος, που από το 1900 περίπου διαδόθηκε στην πόλη. Στις τότε βουβές προβολές των ταινιών υπήρχαν συμπληρώματα από ζωντανή μουσική, ενός πιάνου ή μιας ολιγομελούς ορχήστρας, που έπαιζαν αποσπάσματα Ευρωπαϊκής μουσικής.…

Δημήτριος Σ. Λάλλας (1844-1911), εδώ to 1885

Για τη διάδοση και καλλιέργεια της κλασικής μουσικής στη Θεσσαλονίκη ο Δημήτριος Λάλλας είχε έναν καθοριστικό ρόλο. Μετά τις μουσικές σπουδές του στο Μόναχο ( το 1868-1870) και τη συμμετοχή του στην ομάδα των συνεργατών του Richard Wagner (το 1876-1877) εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1884, όπου περιστασιακά ήταν διευθυντής ορχηστρών (όπως π.χ. στη φιλαρμονική ορχήστρα του κήπου του Μπέχ Τσινάρ) και συστηματικά έκανε ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου. Μεταξύ των μαθητών του ήταν ο Σωτήρης Γραικός (ιδρυτής του πρώτου Ωδείου στη Θεσσαλονίκη το 1911) και ο Αιμίλιος Ριάδης, σημαντικότατος Έλληνας συνθέτης και δάσκαλος στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης.

Το συγκρότημα του Κήπου του Λευκού Πύργου άρχισε να λειτουργεί το 1907 και η πρώτη ορχήστρα του συγκροτήθηκε το 1908 με Πολωνούς κι Αυστριακούς μουσικούς, με διευθυντή το Πολωνό βιολιστή Salo Geiger. Η πρώτη ορχήστρα του Κήπου του Λευκού Πύργου, το 1908 με Αυστριακούς και Πολωνούς μουσικούς κι έναν μόνο Έλληνα, τον φλαουτίστα, Φίλιππο Νικολαΐδη (πιθανότατα είναι ο πρώτος όρθιος στα δεξιά).

Για ένα μεγάλο διάστημα πριν χρόνια σταματήσαμε να ψαρεύουμε στα μπλόκια . Ήταν τότε που ο Θερμαϊκός βρώμισε από τα απόβλητα της πόλης . Τα τελευταία όμως χρόνια όλο και περισσότερους βλέπω να ψαρεύουν στην παραλία . Μεσολάβησαν βέβαια τα έργα εξυγίανσης του κόλπου και ο βιολογικός καθαρισμός και σιγά σιγα βλέπουμε την θάλασσα να καθαρίζει όλο και περισσότερο και να αποκτά το όμορφο γαλαζιο χρώμα που είχε παλιά .

Φυσικά δεν είμαι σε θέση να καταλάβω αν επανήλθε η θάλασσα 100% στην παλιά της καθαρότητα . Όμως η παραλίες στην απέναντι ακτή που πηγαίναμε με τα καραβάκια για μπάνιο γέμισαν και πάλι λουόμενους ακόμα και στην Αρετσού είδα στην παλιά πλαζ γαλάζια σημαία .

Εγώ όμως τώρα θα ασχοληθώ με την παλιά μου αγάπη το ψάρεμα . Βλέπω περπατώντας στην παραλία τους σύγχρονους ψαράδες εξοπλισμένους με φανταστικά εργαλεία που με τρελαίνουν . Καλάμια πανάλαφρα πλαστικά , με μαναβελίτσα απίστευτη ακρίβειας που δεν μπερδεύει την μπετονιά , τον μόνιμο μπελά των δικών μας τεχνικών. Με ψεύτικα μικρά χρωματιστά ψαράκια για δολώματα που ξεγελούν ακόμη και τα πιο έξυπνα ψάρια . Με στηρίγματα που μπορείς να στήσεις περισσότερα του ενός καλάμια και να τα παρακολουθείς από μακρυά μια και ο παλιός δικός φελλός έχει αντικατασταθεί με επιπλέοντα πανέμορφα κατασκευάσματα που είναι τόσο ευαίσθητα και με συναγερμό με λεντάκια για το σούρουπο και την νύχτα , να σε ειδοποιούν επίμονα ότι πιάστηκε το ψάρι που κυνηγούσες . Σημερινές τεχνολογικές ομορφιές για τους τυχερούς σημερινούς ψαράδες … Εμείς δυστυχώς ούτε στον ύπνο μας δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τέτοια κατασκευάσματα που θα απλούστευαν και διευκόλυναν το όμορφο χόμπυ μας .. Από πιτσιρίκια ψαρεύαμε με τα δικά μας απλά μέσα . Τότε η θάλασσα ήταν ένα βήμα από τα σπίτια μας στη Σπάρτης , ακόμα μετά το μεγάλο μπάζωμα μας προστέθηκαν απλώς άλλα 200 μέτρα μπαζωμένης γης και τοποθετήθηκαν στο τέλος της τα τσιμεντένια μπλόκια . Μετά από αυτή τη νέα κατάσταση δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να ψαρεύουμε εκεί. Ήταν απίστευτα απρόσμενο πόσο μας βόλεψε αυτή η νέα κατάσταση . Είχαμε μπροστά μας βαθιά θάλασσα , όνειρο για μας που δεν είχαμε τότε μια βάρκα για να φτάσουμε εκεί στα βαθιά η αν είμασταν μερακλήδες και έχοντες τα σχετικά , να κωπηλατήσουμε ως εκεί η με απλωμένο πανί να πάμε απέναντι στις εκβολές των ποταμών του Θερμαϊκό κυρίως του Αξιού εκεί στα αβαθή της Παλιομάνας , όπου ακούγαμε ότι ήταν ο Παράδεισος των ερασιτεχνών ψαράδων της γειτονιάς .

Όσοι δεν είχαν βάρκα βολευόταν από πολύ παλιά στην μικρή αμμουδιά της Καστέλλας και στο Φάληρο η στο λιμανάκι της Ευζώνων . Έτσι όταν κατασκευάστηκαν τα μπλόκια εγκατασταθήκαμε εκεί και μόλις έσκαγε η ζέστη από τον Μάρτη ακόμη , παίρναμε τα σύνεργά μας μπετονιές ,βαρίδια δολώματα τα τοποθετούσαμε μέσα σ΄ ένα καλαθάκι με βρεμένο ένα μικρό τσουβαλάκι και γραμμή για τα μπλόκια . Βέβαια πάντα είχαμε την γκρίνια της Μάνας . – Πάλι για ψάρεμα πάτε , πάλι αφήσατε τα διαβάσματα … Βέβαια όταν αργότερα γυρνούσαμε με μια καλή τηγανιά ολόφρεσκα ψαράκια άλλαζε γνώμη . Τα καθάρισε γρήγορα γρήγορα , τα έβαζε στο τηγάνι με το λάδι και γρήγορα στη φουφού με τα κάρβουνα , η στην πιεστική γκαζιέρα και το μεσημβρινό γεύμα ήταν έτοιμο . Ήταν ό,τι καλύτερο ολόφρεσκο μπορούσε να έχει κανείς την δύσκολη εκείνη εποχή και μάλιστα δωρεάν , από την δικιά μας θάλασσα εδώ μπροστά μας . Ψαρεύαμε ότι υπήρχε , σπάρους , λίγδες , ζαργάνες . γοβιούς , κανένα περαστικό λαβράκι που κυνηγούσε αφρόψαρα , αθερίνες και το τσακώναμε με την σαλαγκιά που την είχαμε πάντα έτοιμη δίπλα μας και κουτσομούρες , κεφαλόπουλα και πολλά άλλα σε μικρότερες ποσότητες . Τις σαλιάρες τις πετούσαμε αμέσως πίσω τις σιχαινόμασταν δεν θέλαμε ούτε να τις πιάνουμε στα χέρια . Καμιά φορά βγάζαμε κανένα χταπόδι , καμιά σουπιά και κανένα μεγάλο καβούρι από αυτά που κατοικοέδρευαν επάνω στα μπλόκια που ήταν γεμάτα από μύδια . Ξύναμε και το τσιμέντο με δυνατές ξύστρες και με απόχη από κάτω μαζεύαμε μερικά μεγάλα μύδια που γινόταν κι αυτά μια νοστιμότατη τηγανιά . Χρησιμοποιούσαμε πετονιές , άλλες φορές σε καθετή η αν καταφέρναμε και φέρναμε και βρίσκαμε κανένα καλάμι μια και τότε στην πόλη σπάνιζαν . Τα φέρναμε όταν μπορούσαμε από απέναντι την Περαία ,τον Μπαξέ η την Αγία Τριάδα όπου τα βρίσκαμε να φυτρώνουν κατά χιλιάδες στα μικρά ρέματα . Οργανώναμε ολόκληρα εκστρατεία με ποδήλατα για να τα φέρουμε . Ξεκινούσαμε το πρωί και γυρνούσαμε το απόγευμα θριαμβευτές με τα καλάμια δεμένα κατακόρυφα στο τιμόνι του ποδηλάτου . Βέβαια αυτό μας έτρωγε μια μέρα και φασαρίες στο σπίτι ,αλλά ποιος λογάριαζε τότε όλα αυτά μπροστά στην αξία που είχε το αποτέλεσμα . Εκτός από το ψάρεμα μπροστά , είχαμε οι τολμηρότεροι και το ψάρεμα στις σημαδούρες που υπήρχαν εκεί μπροστά στα βαθιά , για να δένουν κυρίως τα τεράστια αρματαγωγά του πολεμικού Ναυτικού . Ήταν κάτι τεράστιες σημαδούρες από χοντρό μέταλλο που υπήρχαν εκεί μέχρι τα τελευταία χρόνια . Κάποια στιγμή αποφάσισαν πως δεν τις χρειάζονται και τις έβγαλαν . Βέβαια τότε ούτε κι εμείς τις χρειαζόμασταν μια και η θάλασσα είχε ήδη βρωμίσει και ήταν απλησίαστη.

Εκτός από το ψάρεμα οι σημαδούρες ήταν και σημάδι γι αυτούς που έκαναν εκεί την καθημερινή τους προπόνηση κολυμπώντας από την μία στην άλλη και κατέληγαν μέχρι τον Ιστιοπλοϊκό όμιλο που ήταν τότε ο μόνος που υπήρχε εκεί στο μικρό ακρωτήρι . Οι υπόλοιποι όμιλοι μαζεύτηκαν εκεί πολύ αργότερα . Εκεί έμαθα κι εγώ να κολυμπάω ελεύθερο , μπρόσθιο , ύπτιο και πεταλούδα βλέπονταν μεγαλύτερους μου αθλητές του Άρη, του ΠΑΟΚ του Ηρακλή να κάνουν εκεί την καθημερινή τους προπόνηση . Τονίζω το γεγονός ότι τότε στην Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε ούτε μία πισίνα . Οι σημαδούρες λοιπόν για την παρέα που ήξερε μπάνιο , ήταν παιχνίδι να κολυμπήσουμε μέχρις αυτές που βρισκόταν καμιά κατοσταριά μέτρα μακριά βαθιά πηγαίνοντας εκεί για ψάρεμα το πρωί τότε που η θάλασσα ήταν ακόμη λάδι Εκεί βρίσκαμε πολύ μεγαλύτερα ψάρια και κυρίως τα μεγαλούτσικα νοστιμότατα κεφαλόπουλα που τα ύφαλα της σημαδούρας ήταν το σπίτι τους. Με το καλαθάκι στο ένα χέρι με τα σύνεργα και τα δολώματα και κολυμπώντας με το ένα χέρι φτάναμε όταν ή θάλασσα ήταν λάδι κι ήταν όλα καλά . Μόλις πλησίαζε το μεσημέρι άρχισε η ταχτική καθημερινή Σαλονικιώτική μπουκαδούρα . Στην αρχή την αντέχαμε στο μικρό κούνημα των κυμάτων προσπαθώντας να ψαρέψουμε όσα περισσότερα ψάρια μπορούσαμε στον λίγο χρόνο που μας απέμενε . Κάποια στιγμή ο κυματισμός μεγάλωνε και ήταν αδύνατο να σταθείς ακόμη και καθιστός . Μαζεύαμε γρήγορα γρήγορα τα σύνεργα της ψαρικής μας τέχνης κι όπου φύγει φύγει . Γιατί δεν θα πνιγόμασταν τέτοιο πρόβλημα δεν είχαμε , αλλά υπήρχε πιθανότητα ένα μεγάλο κύμα να πετάξει έξω από το καλαθάκι τον κόπο μας , την ψαριά και τα σύνεργά μας . Έτσι τελείωνε δυστυχώς άδοξα το ψάρεμά μας στις σημαδούρες . Δολώματα τότε υπήρχαν έτοιμα ,κόκκινα σκουλίκια και άλλα , από επαγγελματίας που τα έβγαζαν από την παλιομάνα και τα πουλούσαν σε πολλά μέρη της πόλης . Εμείς όταν είχαμε το σχετικό χαρτζιλίκι τα ψωνίζαμε από την μικρή προβλήτα μπροστά στην πλατεία Ελευθερίας . Τις περισσότερες φορές μια και τέτοιες πολυτέλειες δεν είχαμε πάντα , τα φτιάχναμε μόνοι μας . Συνήθως ζυμώναμε αλεύρι ανακατεμένο με τυρί αν είχαμε και το κάναμε μικρές μπαλίτσες . Το σκαλώναμε στο αγκίστρι και αυτό ήταν , τα ψάρια το τσιμπούσαν με μανία με το γνωστό τέλος γι αυτά . Άλλοι πιο μερακλήδες έκαναν με το ίδιο υλικό σε ένα σημείο περίπου 2 μέτρα τον λεγόμενο μπασμό . Μπροστά στα μπλόκια έριχναν ψωμί ανακατωμένο με τυρί τρίβοντάς το με τα δύο τους χέρια κι εκείνο έπεφτε διαλυμένο μέσα στη θάλασσα και δημιουργούσε μια περιοχή με πασπαλισμένη μπόλικη τροφή κι άλλες νοστιμιές που αρέσουν στα ψάρια . Εκεί αμέσως μαζευόντουσαν τα ψάρια που μυριζόταν την τροφή και τότε ο έμπειρος ψαράς που τους την είχε στημένη όταν τα έβλεπε να πλησιάζουν στην επιφάνεια της θάλασσας να τρώνε το δόλωμα με απόχη τα άρπαζε . Ακόμη χρησιμοποιούσε την σαλαγκιά που ήταν ένα κατασκεύασμα με τέσσερα χοντρά αγκίστρια σταυρωτά σαν μικρή άγκυρα και την έριχνε όσο βαθιά μπορούσε και την μάζευε γρήγορα γρήγορα κι ότι έπιανε η σαλαγκιά από τα ανύποπτα ψάρια που απολάμβαναν τον μπασμό . Φυσικά στο μέρος του μπασμού δεν πλησίαζε άλλος ψαράς ήταν κάτι σαν δική του ιδιοκτησία η περιοχή . Από τότε όταν βλέπω ερασιτέχνη ψαρά στα μπλόκια με τα καταπληκτικά σύνεργα του πιάνω κουβέντα . -Τσιμπάει , τσιμπάει … Κι εκείνος συνήθως απαντάει και του κάνουμε κουβέντα για ώρα , γιατί το ψάρεμα είναι μοναχικό ‘’ άθλημα’’ και μια παρέα είναι πάντα ευπρόσδεκτη . Αναπολώ τα παλιά και σκέπτομαι , μια και τώρα που περιμένω τους λεβέντες μου , ίσως θα έπρεπε να τους πάω καμιά μέρα στα μπλόκια , να τους εκπαιδεύσω στο Σαλονικιώτικο ψάρεμα . Πιστεύω ότι πολύ θα το χαρούν και θάναι και για μένα μια ευτυχισμένη στιγμή …

Γιώργος Κωτσίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0NTzawAjAzWXio6RGTN58EWum7bj4P34LTM71FdysDhWXW3hJV1KU8wCTkG6qGHKSl