Η ταινία “Ὀ,τι λάμπει είναι χρυσός” γυρίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1966 εξ ολοκλήρου στη Θεσσαλονίκη. Σκηνοθέτες ήταν οι Παύλος Φιλίππου και Ντίνος Ηλιόπουλος ο οποίος και πρωταγωνιστούσε. Όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας ήταν και μέλη του θιάσου του Ηλιόπουλου που είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη για να ανεβάσει την παράσταση “Ξύπνα Βασίλη” μεταξύ 26/7/1966 και 4/9/1966 στο θέατρο Κήπου. Μετά το πέρας των παραστάσεων ξεκίνησαν και τα γυρίσματα της ταινίας. Η πρώτη προβολή της ταινίας πραγματοποιήθηκε στις 21/11/1966 και ήταν μια εισπρακτική αποτυχία, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι έκοψε 34.578 εισιτήρια και βρέθηκε στην 100ή θέση από τις 117 ελληνικές ταινίες εκείνης της σεζόν.
Στο παρόν βίντεο ξεχώρισα τα πλάνα που αφορούν σημεία της Θεσσαλονίκης με τη σχετική αναγνώρισης τους. Βλέπουμε την Εγνατία, Αγγελάκη, Βενιζέλου, πλατεία Ελευθερίας, τον σιδηροδρομικό σταθμό, την περιοχή των πανεπιστημίων μπροστά από την είσοδο του ΑΧΕΠΑ, πλάνα του λούνα παρκ της έκθεσης, την Αρετσού και την παραλία της Αγίας Τριάδας.
Ευχαριστώ και τον Theodoros Natsinas για την ταυτιση της Αρετσούς.
Από τα πιο γνωστά κτίρια της πόλης στην πλ. της Αγίας Σοφίας κτίζεται το 1926 από τον αρχιτέκτονα Λεονάρντο Τζεννάρι. Ο Τζεννάρι ήταν αρχιτέκτονας, ανάμεσα σε άλλα, του κτιρίου της ΕΣΗΕΜΘ στην Καλλάρη, του Γαλικού Νοσοκομείου “St Vincent de Paul”, του κινηματογράφου Διονύσια. Όλα αυτά 1925-1926.
Ιδιοκτησία της οικογένειας Γρηγ. Λόγγου βιομήχανου υφαντουργίας από τη Νάουσα. Διατηρητέο από το 1983 πήρε το όνομά του από την ορατή πλίνθινη τοιχοποιία του.
Για πολλά χρόνια στο ισόγειο ήταν το καφενείο Ερμής, τόπος συνάντησης συνταξιούχων εκπαιδευτικών αλλά και εργολάβων οικοδομών. Σήμερα ιδιοκτησία Ιβάν Σαββίδη. Αποκαταστημένο στολίζει την γωνία Αγ. Σοφίας και Ερμού
Anastasia Tessy Deligianni:
Δεν είναι πλίνθινη τοιχοποιία, είναι σταμπωτή τσιμεντοκονία. Αυτό είναι το πρωτοποριακό στοιχείο στην αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου στη Θεσσαλονίκη, ότι το στυλ είναι εκλεκτικιστικό αλλά η ουσία μοντέρνα.
Καθόμουν αμέριμνος στο καγκελάκι του αναψυκτήριου του Δήμου Καλαμαριάς κι απολάμβανα το αναψυκτικό μου , τον γαλάζιο Θερμαϊκό και την απέναντι ακτή Περαία , Μπαξέ , Αγία Τριάδα , όπως την διαλαλούσαν οι κράχτες στα παλιά βαποράκια της γραμμής .
Δεν τολμούσα να δω μπροστά μου στην απότομη πλαγιά γιατί εκεί οι νεοέλληνες δείχνουν όλο τον πολιτισμό που κληρονόμησαν από τους αρχαίους προγόνους του .
Και τι δεν υπήρχε εκεί , έκλεισα τα μάτια μου και έκανα ότι τα αγνοούσα .
Όμως καμμιά φορά μια χαραμάδα ξεφεύγει από την ματιά σου και αντικρύζω ένα θέαμα που δεν τόχα ξαναδεί εδώ .
Ένας κατάλευκος , πανέμορφος , κομψός , μοναχικός Ερωδιός πλατσούριζε με τα καλαμένια ποδαράκια του στα ρηχά ψάχνοντας γιατί άλλο για μικρά ψαράκια και σκουληκάκια .
Μάλλον δεν είχε φτάσει γι αυτόν η ώρα που θα μας αποχαιρετούσε για το ταξίδι του για νότια σε ζεστότερες χώρες .
Κάθισα ώρα και τον χάζευα .
Αχ αυτή η φύση πάντα μας εκπλήσσει .
Εκεί που λες εδώ στα ρηχά ποιος να πλησιάσει νάσου ένας κατάλευκος πανέμορφος Ερωδιός και σου φέρνει τα πάνω κάτω .
Ευτυχώς πρόλαβα και το φωτογράφησα πριν τρομάξει και φύγει …
Το οικόπεδο είναι στην γωνία της Ν. Πλαστήρα με την Α. Παπαναστασίου.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες στο βιβλίο “Το Ρύσιον των αλιέων” το κτίριο κατασκευάστηκε στην δεκαετία του 1930. Κατεδαφίστηκε μάλλον στις αρχές της δεκαετίας 1980 – πριν το τέλος του 1982.
Η πρώτη φωτογραφία πρέπει να είναι η παλαιότερη, δεν διακρίνεται κανονικός δρόμος, ούτε μπροστά ούτε στο πλάι, μόνο οι αυλακιές υποθέτω από τα οχήματα που ήρθαν για την κατασκευή; (από το βιβλίο).
Στην δεύτερη έχει διαμορφωθεί ένας δρόμος – η σύγχρονη Πλαστήρα (από το βιβλίο).
Η τρίτη φωτογραφία με την πλαϊνή όψη είναι του 1955 περίπου (προσωπική συλλογή).
Στην τέταρτη φαίνεται η θέση της στην αεροφωτογραφία της περιοχής που έχει αναρτήσει ο Βαγγέλης Καβάλας.
Η τελευταία είναι η σημερινή πολυκατοικία στην θέση της αρχικής (maps.google).
Ο πατέρας μου (δεξιά) μ’ ένα συνάδελφό του, στην είσοδο του κινηματογράφου ΔΙΟΝΥΣΙΑ, όπου εργάζονταν στην καμπίνα του ως τεχνικοί προβολής.
Η κινηματογραφική ταινία: HUDSON’S BAY Αμερικανικής παραγωγής του 1941, με πρωταγωνιστή τον Πωλ Μιούνι. Ο Ελληνικός τίτλος ήταν Ο ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ, που στον κινηματογράφο ΔΙΟΝΥΣΙΑ εμφανίστηκε ως ΑΝΤΑΡΤΗΣ, πιθανότατα από το κλίμα της περιόδου 1945-1950.
Δεν μου είναι γνωστό ποια χρονιά προβλήθηκε στα ΔΙΟΝΥΣΙΑ.
Μια υποψία είναι το 1945
Με βάση το δημοσίευμα του Φάρου της Μακεδονίας του 1887 [https://web.facebook.com/photo/?fbid=921209323387040&set=a.465862328921744] που αναρτήθηκε σε προηγούμενη ευκαιρία υπάρχει μια ενδιαφέρουσας πληροφορία. Συγκεκριμένα, το σχέδιο για το μπάζωμα του κόλπου ανατολικά του Λ. Πύργου περιλάμβανε την κατασκευή «παραλίας οδού, ήτις γενήσεται κατά 50 μέτρα ευρύτερα της ήδη υπαρχούσης.» Η λέξη ευρύτερα μου δημιούργησε την απορία αν εννοούσαν ένα δρόμο πλάτους 50 μέτρων ή σε απόσταση 50 μέτρων από τον υφιστάμενο (την σημερινή 30ης Οκτωβρίου). Κατέληξα στην δεύτερη εκδοχή καθώς δρόμοι πλάτους 50 μέτρων δεν υπάρχουν ούτε τώρα στην Θεσσαλονίκη. Επομένως, το σχέδιο ήταν να φτιαχθεί και εδώ ένας παραλιακός δρόμος, συνέχεια σχεδόν της Λ. Νίκης. Όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες, το σχέδιο αυτό άρχισε να εφαρμόζεται ως που ματαιώθηκε για κάποιο λόγο.
Η πρώτη φωτογραφία δείχνει την αρχή αυτού του δρόμου περιφερειακά του Λ. Πύργου, ο οποίος θα εκτεινόταν περίπου ως την αρχή της σημερινής νέας παραλίας (Μ. Αλεξάνδρου). Ο δρόμος γύρω από τον Λ. Πύργο υπήρχε ως αρκετά αργότερα, ίσως ως την δεκαετία του 50.
Μάλιστα, όπως φαίνεται στην 2η φωτογραφία, ανατολικά από τον Λ. Πύργο συναντιόταν με την Εθν. Αμύνης, η οποία επίσης εκτεινόταν μέχρι εδώ, ως ακόμα πιο πρόσφατα.
Το ερώτημα είναι αν ποτέ ο δρόμος συνεχίστηκε όπως είχε προγραμματιστεί και γιατί ματαιώθηκε. Η 3η φωτογραφία, του θεάτρου του Λ. Πύργου, της οποίας δεν γνωρίζω την ημερομηνία αλλά εκτιμώ ότι είναι πριν το 1912, δείχνει ότι μάλλον ο δρόμος αυτός κατασκευάστηκε. Διακρίνεται, μέσα στον κήπο του θεάτρου, διαμορφωμένος, με κράσπεδα αριστερά και δεξιά σε ευθεία γραμμή. Μια πιθανότητα είναι ο διαχειριστής του θεάτρου του Λ. Πύργου διέκρινε ότι αυτή η διαμόρφωση έδινε μια καταπληκτική ευκαιρία να απλώσει τραπεζοκαθίσματα (φαίνεται πόσο παλιό κόλπο -παράδοση σχεδόν- είναι στην Θεσσαλονίκη) και έπεισε τις αρχές να κλείσει τον δρόμο με τον περίβολο του θεάτρου. Ίσως μια περίπτωση που η εξάπλωση των τραπεζοκαθισμάτων στον δημόσιο χώρο είχε ένα ευτυχές αποτέλεσμα.
To καρέ είναι από ελληνική ταινία του 1966 με τον Ηλιόπουλο. Εντοπίστηκε και απομονώθηκε από τον Βαγγέλη Καβάλα. Οι συνοδευτικές φωτογραφίες από τον Θόδωρο Νάτσινα.
Η περιοχη φυσικά είναι η Αρετσού.
O πλάτανος της πλατείας Ναβαρίνου σε αεροφωτογραφίες από το 1918, το 1959, την δεκαετία του ’70 και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, από διαφορετικές γωνίες.
Παρά την κήρυξή του σε διατηρητέο (μαζί με άλλα τρία υπεραιωνόβια πλατάνια της πόλης), δεν του δόθηκε η φροντίδα που είχαν υποσχεθεί, με συνέπεια ένα απ’ τα πελώρια κλαδιά του να σπάσει πριν λίγες μέρες, και τώρα να ξανασυζητάμε για το «τι πρέπει να γίνει» για την ασφαλή συντήρησή του.
Λίγους μήνες μετά τη φωτιά, μπροστά από το τζαμί Ακτσέ Μεστζίντ που βρισκόταν ακριβώς εκεί που είναι το οκτάγωνο. Απόσπασμα αεροφωτογραφίας από τα αρχεία της βιβλιοθήκης του Κέιμπριτζ.
Ο πλάτανος ανάμεσα σε μεσοπολεμικές και μεταπολεμικές οικοδομές, αλλά και με αρκετά από τα παλιά σπίτια ακόμα παρόντα. Οι ανασκαφές δεν έχουν αρχίσει.
Δεκαετία του 1970, οι ανασκαφές και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου έχουν γίνει. Οι πεζοδρομήσεις όχι ακόμα. (Από ανάρτηση A. Βρεφίδη στις ΠΦΘ)
Μέσα δεκαετίας '80. (Από ανάρτηση κ. Παπακωνσταντίνου στο Ουδείς άπολις)
Φωτογραφία Cynthia Mortzikian από τους Φίλους του Ιστορικού Κέντρου Θεσσαλονίκης. 12/9/2024
Έχω γράψει πολλές φορές για την Έκθεση των παιδικών μας χρόνων και πόση επίδραση είχε σε μένα και
στους συνομήλικούς μου .
Την περιμέναμε με ανυπομονησία κι όταν έφτανε ξεσαλώναμε .
Μας έχανε το σπίτι μας .
Πού μας έχανες πού μας έβρισκες εμείς ήμασταν στην Έκθεση .
Δυο στάσεις δρόμο δεν ήταν τίποτε πηγαίναμε τρέχοντας , πού χαρτζιλίκι για τραμβαγιάτικα .
Αφού μπαίναμε πάντα τζάμπα με τους γνωστούς τρόπους δηλαδή με το ,
πάρε με θείο μαζί σου , ή από την έξοδο όταν έβγαιναν μαζικά οι επισκέπτες , ή τέλος αν όλα τα κόλπα δεν έπιαναν λυγίζοντας τα κάγκελα της περίφραξης .
Μετά απελευθερωμένοι από το άγχος της εισόδου ορμούσαμε στα περίπτερα .
Πρώτα σε εκείνα που μοίραζαν διάφορα φαγώσιμα , λουκουμάδες , μπισκοτάκια , παγωτό .
Περνούσαμε και ξαναπερνούσαμε και τρώγαμε μέχρι σκασμού .
Μετά ρωτώντας μαθαίναμε πού έχει καλαίσθητα διαφημιστικά και όμορφες σακούλες για να τα βάζουμε μέσα .
Στο τέλος αφήναμε την μεγάλη ατραξιόν το Λούνα Παρκ .
Εδώ δυσκόλευαν τα πράγματα .
Ευτυχώς είχαμε προνοήσει και ξέραμε πού δούλευαν παιδιά της γειτονιάς που μας έβαζαν τζάμπα στα διάφορα παιχνίδια .
Μετά μόλις σουρούπωνε βλέπαμε τα ακροβατικά και λαχταρούσαμε με τους μοτοσικλετιστές που οδηγούσαν στο τεντωμένο συρματόσχοινο .
Μετά αργά το βράδυ το καλύτερο όλων ,
Τα πυροτεχνήματα που τα κοιτούσαμε μαγεμένοι βγάζοντας και τα σχετικά επιφωνήματα θαυμασμού .
Αργά το βράδυ η επιστροφή στο σπίτι ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα .
Πάντα η μάνα ανήσυχη μας περίμενε με άγριες διαθέσεις
στη σιδερένια πόρτα της αυλής στην Σπάρτης .
– Πάλι στην Έκθεση ήσουν Γιώργο , δεν την χόρτασες πια ..
Από δίπλα κι γιαγιά μου που τότε έμενε μαζί μας συμπλήρωνε κι αυτή τα δικά της .
Την άλλη μέρα όμως την Γιαγιά Λένκω από το Μελένικο και την Μολδοβλαχία την πήγαν σχεδόν σηκωτή στην Έκθεσή η μάνα μου με τον θείο Κώστα .
Στο Σιδηρόκαστρο δεν είχε τέτοια πράγματα , λαχταρούσε κι αυτή να δει τα θαύματα που γίνοντας στην Έκθεση κάθε Σεπτέμβρη …
Στη φωτογραφία στην κεντρική λεωφόρο με τα χαρακτηριστικά φωτιστικά που για πολλά χρόνια φώτιζαν τις γλυκιές βραδιές του Σεπτέμβρη την Έκθεση των αναμνήσεών μας