Saloni.ca Archive

Ομαδα ερευνας για την παλια Θεσσαλονικη

Ο Βασίλης Καρράς στο κέντρο διασκέδασης Μαριλού στην Θεσσαλονίκη, κάποια στιγμή μάλλον το 1974. Αυτό βρισκόταν Αγ. Σοφίας 67, λίγο πάνω από την Αγ. Δημητρίου. Ο μπουζουξής πίσω είναι ο Ηλίας Παλάβρατζης, σύμφωνα με πληροφορία του κ. Τσεσμετζή.

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid02wAPh4nV7jWZvrsVFygdanYQvTbNX5kwqnj21xNzwLsuV9rXpWQuJAZrsiE55X55Jl

Η φωτογραφία αναρτήθηκε πρόσφατα σε δημοπρασία και αναδεικνύει ένα τμήμα της οδού Βενιζέλου μεταξύ των οδών Πτολεμαίων και Φιλίππου. Αχρονολόγητη, με πιθανή ημερομηνία την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, με θέμα μία γυναίκα εβραϊκής καταγωγής, ντυμένη με την παραδοσιακή Σεφαραδίτικη ενδυμασία της εποχής στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο εκείνη. Η φωτογραφία προέρχεται από την ιστοσελίδα Dynasty-auctions. Στάθης Ασλανίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0ryqXKt7qFr32BJN5DhHZQZvLzoY2QB4CS1sKcJ5dJjfzL49xL5Q9PD9Cxrk4xCQdl

Οδός Βενιζέλου, ανάμεσα στις οδούς Πτολεμαίων και Φιλίππου. Η αναγνώριση δεν προβληματίζει και τοποθετείται στην οδό Βενιζέλου, μερικά μέτρα βορειότερα της Πτολεμαίων.

Η θέση του φωτογράφου στον χάρτη ρυμοτομίας 1919. Στον κίτρινο κύκλο, η θέση του φωτογράφου και με το βέλος η κατεύθυνση της λήψης.

Καρτ-ποστάλ που κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου καταγράφει τμήμα της αγοράς. Ο φωτογράφος βρίσκεται στο ύψος της Φιλίππου και βλέπει το νότο. Θέμα της, η οικονομική δραστηριότητα της περιοχής εκείνη την ταραγμένη περίοδο. Η φωτογραφία προέρχεται από τη δημοπρασία Delcampe.

Στάθης Ασλανίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0isoBjbjqZ9iQZCLWnScr6nZY3gShEpNTF4CbHmEKRM4QsxvpDZNMvZ83YzTxDZTwl

Οδός Βενιζέλου με Φιλίππου, στην παλιά ρυμοτομία.

Η συσχέτιση των σημείων στις φωτογραφίες την τοποθετεί στη συγκεκριμένη γωνία.

Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου: Μια σύγχρονη θεσσαλονικιά, πρότυπο στη μεταδικτατορική κουλτούρα της πόλης

Νίκανδρος Καστανίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid02bDrfAXqpJM4Ti5sA6VAKzcxYu3mgh3esqmDXtmnDjgrGoqSsDeLYJZzWkjhjzCFFl

Η φωτογραφία είναι από την εισήγηση της Αλεξάνδρας Καραδήμου-Γερόλυμπου στο Συνέδριο “THE SALONICA THEATER OF OPERATIONS AND THE OUTCOME OF THE GREAT WAR ”, τον Απρίλιο του 2002. Ο τίτλος της εισήγησης της ήταν: L’incendie de Salonique en aout 1917. Fait divers ou degat collateral ? (Η φωτιά στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1917. Διάφορες ειδήσεις ή παράπλευρες ζημιές;).

Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερόλυμπου (1945-2025)

Όσοι ασχολούνται με την ιστορία της Θεσσαλονίκης γνωρίζουν την σημαντική συμβολή της Αλέκας Καραδήμου στην ιστορία της πόλης και γενικότερα στην ιστορική πολεοδομία. Πρόκειται για μια θεσσαλονικιά που μορφώθηκε, σπούδασε, αναδείχθηκε ως πανεπιστημιακή προσωπικότητα και συνεισέφερε στην πόλη που γεννήθηκε και έζησε. Η ευαισθησία της για την ιστορία της Θεσσαλονίκη καταγράφεται σ’ όλη την επιστημονική και κοινωνική της πορεία. Πρόκειται για μια γυναίκα καλλιεργημένη, ευγενική και πολιτικοποιημένη. Καθηγήτρια στην Αρχιτεκτονική του ΑΠΘ και με ευρύτατη συμμετοχή στην ανάδειξη της ιστορικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης. Προσιτή στους φοιτητές της, αλλά και σε κάθε ενδιαφερόμενο για τα ιστορικο-πολεοδομικά θέματα της Θεσσαλονίκης. Ήταν πάντοτε καλοπροαίρετη και αντίθετη στο δόγμα “Όσοι δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας”

Η Αλέκα στο Παρίσι, γύρω στο 1968

Στο πλευρό του Γιάννη Μπουτάρη για μια ποιοτική αναβάθμιση του δήμου Θεσσαλονίκης, τη 2η δεκαετία του 21ου αιώνα.

Μάλλον σπάνια περίπτωση, μπούργκα. Στην οδό Βενιζέλου στο ύψος της Φιλίππου. Από το βιβλίο «Κυανόλευκη Πολιτεία» του Ανδρέα Γάσπαρη.

Θωμάς Νεδέλκος

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0cqT98gBwBoSFyY2RstUj942TayLho9aQm8oPtXVHwD5bq3GBbVUYXKGfZ1RSG394l

(Ένα επεισόδιο λίγο μετά το 1900 σε αναμνήσεις αρθρογράφου στην εφημερίδα Φως 11/9/1937).

“Η γυναικεία μόδα της φούστα-βράκας, που προκάλεσε τότε τόσες συζητήσεις και τόσον θόρυβο στην Ευρώπη, εμφανίστηκε μια ημέρα εντελώς απροσδόκητα και εις την καλήν αυτήν Θεσσαλονίκη για να προκαλέση πάταγο ολόκληρο με σοβαράς συνεπείας. Ήτο απόγευμα και η εμπορική οδός Σαμπρή πασά (το 1937 Βασιλέως Κωνσταντίνου, σήμερα Βενιζέλου) είχε ζωηρή κίνηση, όταν ένα αμάξι σταμάτησε μπροστά στα μεγάλα καταστήματα Μάγιερ και δύο νέες και ωραίες γυναίκες κατέβηκαν. Όσο να διασκελίσουν το στενό πεζοδρόμιο και να εισέλθουν στα καταστήματα, πολλοί διαβάτες σταμάτησαν και ένας κύκλος περιέργων σχηματίστηκε. -Τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει; ερωτούσεν ο ένας τον άλλον. -Γυναίκες με μπενεβρέκια, γυναίκες με μπενεβρέκια, απαντούσαν οι πρώτοι σταματήσαντες και ιδόντες. -Γιόκ τζάνεμ! Άιντε αλάν! Ένας τσαούσης της αστυνομίας που εχάζευεν εκεί παρά πέρα ιδών την συγκέντρωσιν, έσυρε τα ράθυμα βήματά του προς αυτήν... -Νε ολούρ... Τι σταματήσατε! Διαλυθήτε! είπεν επιτακτικά. Αλλ' αντί να διαλύεται ο κόσμος, τουναντίον επυκνούτο. Κάποια ώρα εβγήκαν από μέσα αι δύο γυναίκες. Τι έγινε τότε είναι δύσκολον να το φαντασθή κανένας. Οι περισσότεροι συγκεντρωθέντες ήρχισαν να σφυρίζουν και υβρίζουν. Ένας σεβάσμιος σαρικοφόρος, χότζας προφανώς, με μακριά γένεια και πράσινο χιρκά, εσήκωσε τα χέρια σα να επρόκειτο να κάμη ντουβά προς τον Αλλάχ και απήγγειλεν εξωργισμένον αφορισμόν κατά των βρωμοφραγκισσών αυτών που ετόλμησαν να εμφανισθούν έτσι μασκαρεμένες στο δρόμο και να σκανδαλίσουν τους διαβάτες, να προσβάλουν δε... τις χανούμισσες. Ένας άλλος, γηραλέος Τούρκος, πολίτης αυτός, παραμέρισε με θυμωμένες χειρονομίες το πλήθος και πλησιάσας στις δύο κατάπληκτες και φοβισμένες γυναίκες τες έφτυσε, φιλοδωρήσας την κάθε μίαν με άφθονες ρέχες. Δύο τρεις χανούμισσες, που είχαν σταθή εις το απέναντι πεζοδρόμιον του στενού δρόμου και εκύτταζαν, έβαλαν αίφνης υστερικές φωνές κραυγάζουσαι μέσα από το γιασμάκι των: -Αλλάχ, αλλάχ! Δεν ντρέπονται αι βρωμογκιαούρισσες να βγαίνουν στο δρόμο έτσι! Τι ντροπή, τι ρεζιλίκι! Θα μας κάψη ο Αλλάχ. Αυτό υπήρξε το σύνθημα. Διότι ενώ εκ του πλήθους οι Εβραίοι εθορύβουν και οι Έλληνες εγελούσαν, οι Τούρκοι έβαλαν χέρι στες δύο βρακοφόρες και τες κατεξέσχισαν τα ρούχα. Δεν εχρειάσθησαν περισσότερα των δύο λεπτών της ώρας δια να μείνουν αι ατυχείς με τα πουκάμισα και με τα άλλα εκείνα ασπρόρρουχα, που δεν κατονομάζονται μεγαλοφώνως. Ο τσαούσης, ο οποίος ματαίως προσπαθούσε να διαλύσει και να συγκρατήσει το πλήθος, επί τέλους κατόρθωσε να το διασπάσει, να πλησιάσει τις δύο γυναίκες που θρηνούσαν και οδύρονταν, φοβούμενες πλέον και για τη ζωή τους, να τις βάλει μέσα στο αμάξι, να μπει δε και αυτός. -Τράβα στο καρακόλι, διέταξε τον αμαξά. Και το όχημα με δυσκολία διέσχισε το πλήθος, το οποίο σχημάτισε διαδήλωση θορυβωδεστάτη. Πολλοί έτρεχαν και επηδούσαν επάνω στο “μαρς πιέ” για να ξεσχίσουν και όσα μόλις ημιεκάλυπταν τη γυμνότητα των δύο ατυχών γυναικών, αλλά το κιρμπάτσι του τσαούση, ο οποίος εδέησε πλέον να αγριεύση, τους απεμάκρυνε. Τέλος, υπό τους γιουχαϊσμούς, τις ύβρεις και τα ανάθεματα του πλήθους, η άμαξα έφυγε και έφθασεν εις το καρακόλι του Χαμζά βέη Τζαμισί. Εκεί ο τσαούσης παρουσίασε ενώπιον του προϊσταμένου του κομισέρη τας δύο ημιγύμνους και θρηνούσες ακόμη νεαράς γυναίκας διατυπώσας εναντίον των την κατηγορίαν της διαταράξεως της δημοσίας τάξεως και της προσβολής της δημοσίας αιδούς. Ο κομισέρης Αγκιάχ εφένδης ονόματι, μόλις είχε ξυπνήσει από τον απογευματινό του ύπνο και δεν είχε πάρει ακόμη τον καφέ του. Ευνόητος λοιπόν είναι η υποδοχή, την οποίαν έκαμεν εις τας απροσδόκητους και απίθανους επισκε πτρίας του, αφού άκουσε την προφορική αναφορά του οργάνου του περί των συμβάντων, -Ουτανμαντάν, καλτακλάρ, εβόησε κτυπήσας με θυμόν το γραφείον του, από το οποίον ανεπήδησε τρομαγμένον το καλέμι. Αλλ' αφ' ενός μεν ο καφές, ο οποίος προσεκομίσθη εν τω μεταξύ και ερροφήθη θορυβωδώς, αφ' ετέρου δε αι ακάλυπτοι καμπυλότητες και η ωραιότης των δύο γυναικών, την οποίαν επρόσεξε τώρα ο κομισέρης, κατηύνασαν τα νεύρα του αμέσως και του ενέπνευσαν όχι μόνον ηπιωτέρας, αλλά και τρυφερωτέρας σκέψεις. Διατάξας τον τσαούσην να εξέλθη του γραφείου και να συντάξη αμέσως την έγγραφον αναφοράν του, εκύτταξε με ιλαρόν βλέμμα τας δύο γυναίκας που είχαν συμμαζευθή σαν τρομαγμένα πουλιά και τας είπε να καθήσουν, υποδεικνύων δύο καρέκλες. Έπειτα με φωνήν μαλακήν, σχεδόν μελιστάλακτον, ήρχισε την προφορικήν προανάκρισιν, αφού εκάλεσεν ως διερμηνέα ένα γλωσσομαθή Εβραίον μανιφατουρατζήν της Εγνατίας. Αι δύο γυναίκες αναθαρρήσασαι, είπαν ότι είναι σαντέζες Αυστριακές, που έφθασαν την προτεραίαν για να τραγουδήσουν στο καφέ σαντάν του Μπεάς-Κουλέ (Λευκό Πύργο), ότι κατέλυσαν εις το ξενοδοχείον «Εμπεριάλ» και ότι δεν διέπραξαν κανένα άλλο αδίκημα, παρά να ενδυθούν σύμφωνα με την τελευταίαν γυναικείαν μόδαν της Ευρώπης, χωρίς να φαντασθούν ότι αυτό θα προκαλούσε τας σκηνάς των οποίων υπήρξαν ανύποπτα και αθώα θύματα. Ο κομισέρης, ακούσας τ' ανωτέρω, εκίνησε το κεφάλι του, κατά τρόπον που εσήμαινε και συγκατάνευσιν και μη συγκατάνευσιν, μεθ' ο απεφάνθη, δια του διερμηνέως πάντοτε, ότι θα το εσκέπτετο και θα απεφάσιζεν. Επειδή όμως, προσέθεσεν, εν τω μεταξύ, δεν ημπορούσαν να μένουν αι δύο γυναίκες εις την ημίγυμνον κατάστασιν, που ευρίσκοντο και ούτε ημπορούσαν έτσι να οδηγηθούν εις τας φυλακάς ή να αφεθούν ελεύθεραι- μπακαλούμ – διότι καθ' οδόν θα συνέβαιναν τα ίδια και χειρότερα, θα έστελλε στο ξενοδοχείο των ένα τσαούσην να τας φέρη από ένα φουστάνι... τίμιο, αντάμ ακιλί. Έτσι και έγινε, μετ' ολίγον δε αι δύο γυναίκες περιεβάλλοντο τα φουστάνια που έφερεν ο τσαούσης, ενώ ο κομισέρης εσκέπτετο τάχα περί του πρακτέου, βλέπων εν τω μεταξύ τα ωραία και ελκυστικά πλάσματα και καταπίνων ηδυπαθώς μπαντέμια και ροδοζάχαρες. Όσο να σκοτεινιάση η ημέρα, ο κομισέρης, ο οποίος ήτο σφόδρα μερακλής, όπως όλοι οι κομισέρηδες, τα είχε ψήσῃ με τες δύο σαντέζες δια της ανταλλαγής μελισταλάκτων βλεμμάτων, τα οποία είναι, ως γνωστόν, η διεθνής γλώσσα του σεβντά και του μπελά. Και μόλις εσκοτείνιασε καλά, ο κομισέρης έβαλε εις ένα αμάξι τες δύο γυναίκες, εμπήκε και αυτός και ετράβηξε. Θα τες συνώδευεν, είπεν, ο ίδιος εις το ξενοδοχείον δια να μη επαναληφθῇ το πατιρντί. Αλλά μόλις έφυγεν ο κομισέρης και αι δύο γυναίκες, κατέφθασεν εις το καρακόλι ασθμαίνων ο διερμηνεύς του αυστριακού προξενείου, το οποίον είχε μάθη, κάπως αργά, το πάθημα των δύο υπηκόων του και έσπευσε να τας προστατεύση. Ο διερμηνεύς εζήτησε θυμωμένος ταύτας από το καρακόλι. Του απήντησαν ότι πρό ολίγου μόλις τας ωδήγησεν εις το ξενοδοχείόν των ο ίδιος ο κομισέρ-εφένδης. Ο διερμηνεύς που ήξευρε καλά τους κομισέρ εφένδηδες, έσπευσεν εις το “Εμπεριάλ”. Εκεί του είπαν ότι οι δύο γυναίκες δεν εφάνησαν αφ' ότου εβγήκαν, μόνον προ δύο και πλέον ωρών έστειλαν και επήραν δύο φουστάνια των. Ο διερμηνεύς υποπτεύθη τι συνέβαινε και έσπευσεν εις το σπίτι του αστυνομικού διευθυντού, τον οποίον εύρε με ρόμπαν και με τες παντούφλες του. -Χαίρ ολά, είπεν ο διευθυντής, τι συμβαίνει; -Συμβαίνει, απήντησεν ωργισμένος ο διερμηνεύς, ότι μετά τας βαρβαρότητας και τα ρεζιλίκια που έγιναν το απόγευμα εις βάρος δύο ανυπερασπίστων γυναικών, υπηκόων της Α.Α. Μεγαλειότητος του Αυθέντου και Κυρίου μου Φραγκίσκου Ιωσήφ, ένας κομισέρης σου απήγαγε τες δύο αυτές γυναίκες. -Γιόκ τζάνεμ, απήντησεν ο διευθυντής, ο οποίος δεν είχε λάβει γνώσιν των σκηνών. -Ντύσου και έλα πάμε να τες ανακαλύψουμε... -Α! τσόκ ολντού. Ένας κοτζάμ μουδίρ μπέης δεν θα εγίνετο πασβάντης και φύλακας της αμφιβόλου ηθικής δύο καλτάκ...ο...λαρ Ο διευθυντής, υποσχεθείς να διατάξη αμέσως τα δέοντα, ηρνήθη να αποβάλη την ρόμπαν και τες παντούφλες του και να ακολουθήση τον διερμηνέα, ο οποίος έφυγεν απειλών γην και θάλασσαν. Εν τω μεταξύ ο Αγκιάχ εφένδης εκαλοπέρασε. Παραλαβών τες δύο Αυστριακές, αντί να τες πηγαίνη στο ξενοδοχείο των, τες ωδήγησε στον κήπον του Μπεστσινάρ, τον οποίον τα πουλάκια μου ευρήκαν μαγευτικόν. Εκείθεν έστειλε και εκάλεσεν ένα φίλον του μπέην δια να ταιριάσουν τα ζευγάρια. Και το γλέντι άρχισεν. Οι δύο γυναίκες έφαγαν, ήπιαν, χόρευσαν, τραγούδησαν και βρήκαν θαυμάσιους κυρίους τον κομισέρη και τον φίλο του μπέη, αλλά και όλους τους Τούρκους, πλην εκείνων που τες έκαμαν τες απογευματινές σκηνές. Περί τις πρωινές ώρες τα δύο ζεύγη βρήκαν καταφύγιο στο κονάκι του μπέη, ο οποίος είχε το χαρέμι του έξω στο τσιφλίκι. Αλλά την επαύριον, όταν κατά τις 11 ο κομισέρης έφθασε στο γραφείο του, αναπολώντας την παραδείσια νύκτα που πέρασεν, βρήκεν επείγουσα διαταγή του Μουδίρ-μπέη να εμφανισθεί ενώπιόν του. Έσπευσε αμέσως εις την Διεύθυνση. Στο γραφείο του διευθυντού ήταν και ο Αυστριακός διερμηνεύς, κίτρινος από τον θυμό και από την αϋπνία, διότι γύριζε όλη τη νύκτα να ανακαλύψει τα δύο χαμένα πουλάκια. -Αγκιάχ εφένδη, είπε με φωνή επισήμως αυστηράν ο διευθυντής, επειδή υπέπεσες εις βαρύτατον σφάλμα περί την υπηρεσίαν, από της στιγμής αυτής παύεις να ανήκης εις το σώμα της αστυνομίας και είσαι ιδιώτης. -Δεν αρκεί αυτό, παρετήρησεν ο διερμηνεύς. Πρέπει να διωχθή και ποινικώς. -Αυτό είναι δουλειά της δικαιοσύνης και εις αυτήν ν' αποταθήτε, είπεν ο διευθυντής. Ο Αγιάχ εφένδης έκαμεν ένα τεμενάν και εξήλθεν. Εις τους φίλους του που έσπευσαν να τον συλλυπηθούν είπε: -Χελάλ ιντέριμ. Άξιζε το γλέντι που έκαμα τα γαλόνια μου... Αμά... δεν καταλαβαίνω γιατί μ' έδιωξαν. Εγώ δεν τα πήρα τα κορίτσια με το ζόρι. Ήθελαν και ήλθαν, έμειναν δε ενθουσιασμένα. Αυτοί οι βρωμόφραγκοι είναι περίεργοι άνθρωποι. Φτου, αλλάχ μπελασινί βερσίν. Την επαύριον ο διευθυντής, ο οποίος ήτο επίσης μερακλής, εκάλεσε στο σπίτι του τον Αγκιάχ εφένδην και αφού του εξήγησεν ότι απελύθη μόνον και μόνον δια να ικανοποιηθή ο Αυστριακός πρόξενος και να μη δημιουργηθή διπλωματικόν επεισόδιον, τον ηρώτησεν, αλλάσσων τόνους φωνής επί το τρυφερώτερον, πώς τα πέρασε με τες δύο... νέμτσες και αν ήταν καλές. -Σεκέρ γκιμπί, βάλα, απήντησεν ο Αγκιάχ εφένδης. Αν ξαναβάλουν τες βράκες και γίνη πατιρντί, να διατάξετε να τες φέρουν στο γραφείο σας... και απ' εκεί στο Μπεστσινάρ. -Μπράκ τζάνεμ, απήντησεν ο Μουδίρ βέης, νε αραμπί γκιουζού, νε Σιάμ σεκερί, ο εστί μεθερμηνευόμενον ξορκισμένες να είναι με το απήγανο προκειμένου να χάσω τη θέσι μου”.

(Ο τίτλος ελαφρώς παραλλαγμένος από αυτόν της εφημερίδας). Φωτογραφίες των καταστημάτων Mayer & Cie στην γωνία Βενιζέλου και Ερμού σήμερα: https://archive.saloni.ca/652

Το κατάστημα μετά την πυρκαγιά: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0rpzHGpWPBdto26ubkTTHzv321FuyRFVGPXNw2rSgGhhrP2GsHv7ZjLStfoYtadoJl

Στην φωτογραφία τα καταστήματα Μάγιερ αριστερά, λίγο πριν το σκεπαστό της Βενιζέλου.

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0NfY1GvmtbbbkUtywv9ckS1w9LuFeV491kXKDGyasf6GaWWtQgRfeATdoftzUmD4ol

Το Σιτέ Σαούλ ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο γνωστά εμπορικά κέντρα στην καρδιά της αγοράς στη Θεσσαλονίκη. Βρισκόταν στη γωνία των οδών Βενιζέλου και Πλουτάρχου στην παλιά ρυμοτομία, δίπλα στη σκεπαστή αγορά. Η προνομιακή του θέση έλκυε το ενδιαφέρον πολλών επιχειρήσεων, οι οποίες διατηρούσαν την έδρα τους, εκεί. Μέσα από την έρευνά του ο Σπύρος Αλευρόπουλος με τη βοήθεια της Μάρας Νικοπούλου ανέδειξε ένα κομμάτι της ιστορίας του, εδώ:https://archive.saloni.ca/652

Η καταστροφική πυρκαγιά του 1917, που έπληξε μεγάλο μέρος της πόλης, δεν άφησε ανέγγιχτο ούτε το Σιτέ Σαούλ. Η φωτογραφία με κατεύθυνση νοτιοδυτική αποτυπώνει τα αποτελέσματα της καταστροφής και αναδεικνύει ένα μέρος της αρχιτεκτονικής του.

Η φωτογραφία προέρχεται από δημοπρασία: Delcampe, Item n° #1361053195

Στάθης Ασλανίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid02vp5WRrTwDizRs2N9TF9X2LkV5E12uaT8d6ta8hJo8AdzL7KBGLHX7HP1wKczwUMTl

Νίκανδρος Καστανίδης

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid02D8vzFSZDTFjKSQeeRBay2nxVr2KLapaLSaZuySawKasGoDN6dpQmHuoUH2H8c7Fpl

Μπροστά είναι ο πρύτανης της ακαδ. χρονιάς 1932-1933, Φ. Παλιατσέας (στο κέντρο, νούμερο 1), ο προπρύτανης της ίδιας χρονιάς, Π. Βυζουκίδης (στο 2) κι ο κοσμήτορας, τότε, στης Φυσικομαθηματικής Σχολής, Η. Μαριολόπουλος (στο 3). Για τους από πίσω τους δεν υπάρχει κάποια διαπιστωμένη ταυτοποίησή τους και μόνο κάποιες νύξεις μπορούν να γίνουν, με πολλές επιφυλάξεις.

Στο νούμερο 1 είναι ο Φώτιος Παλιατσέας (1873-1941), καθηγητής της Γεωργικής Χημείας στη Σχολή Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών του παν. Θεσσαλονίκης από το 1928 και πρύτανης την ακαδ. χρονιά 1932-33.

Στο νούμερο 2 ο Περικλής Βυζουκίδης (1879-1956), καθηγητής του Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του παν. Θεσσαλονίκης από το 1928 και πρύτανης την ακαδ. χρονιά 1931-32 (δηλ. προπρύτανης την ακαδ. χρονιά 1932-33).

Στο νούμερο 3 είναι ο Ηλίας Μαριολόπουλος (1900-91), καθηγητής της Μετεωρολογίας στη Σχολή Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών του παν. Θεσσαλονίκης από το 1928 και κοσμήτορας της ίδιας Σχολής την ακαδ. χρονιά 1932-33.

Στο νούμερο 4 πιθανότατα είναι ο Χαράλαμπος Φραγκίστας (1905-1976), υφηγητής το 1931, έκτακτος καθηγητής το 1932 και τακτικός καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας το 1936 στη Νομική Σχολή του παν. Θεσσαλονίκης.

πάλι ο Χαράλαμπος Φραγκίστας, φωτ. από την Κατερίνα Κουμλίδου

Στο νούμερο 5 πιθανότατα ο Μάνθος Κωτσιόπουλος, υφηγητής το 1933, έκτακτος καθηγητής το 1937 και τακτικός καθηγητής το 1940 της Γεωργικής Τεχνολογίας στη Σχολή Φυσικών Και Μαθηματικών Επιστημών κι από το 1937 στη Γεωπονική Σχολή του παν. Θεσσαλονίκης.

Στο νούμερο 6 είναι, με κάθε επιφύλαξη, ο Κωνσταντίνος Λιβαδάς (1896-1959), υφηγητής το 1933 και τακτικός καθηγητής το 1937 της Ανατομίας, Φυσιολογίας και Υγιεινής των Αγροτικών Ζώων της Σχολής Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών και από το 1937 στη Γεωπονική Σχολή του παν. Θεσσαλονίκης.

Ο εικονιζόμενος στο νούμερο 7 είναι άγνωστος, δεν υπάρχει, έστω, κάποια υποψία.

Το βράδυ της15ης Φεβρουαρίου 1933 μία βίαιη προσπάθεια της αστυνομίας να εκκενώσει το μέγαρο Σαλτιέλ (Βενιζέλου 54 και Ιουστινιανού 8 σήμερα), κατέληξε σε μακελειό. Επτά εργάτες νεκροί.

Στα γραφεία του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου οι συγκεντρωμένοι εργάτες περικυκλώθηκαν από δυνάμεις της αστυνομίας και διατάχτηκαν να εκκενώσουν το κτίριο, γιατί δεν υπήρχε άδεια προεκλογικής συγκέντρωσης. Αυτοί αρνήθηκαν, οι αστυνόμοι εισέβαλαν μέσα. Η βενιζελική κυβέρνηση προσπάθησε να δικαιολογήσει το γεγονός, η φιλοβασιλική αντιπολίτευση κατήγγειλε την στάση της κυβέρνησης. Στα γεγονότα του Μάη του 36 οι πολιτικοί και δημοσιογραφικοί ρόλοι αντιστράφηκαν.Τα θύματα πάντα εργάτες.

Σπύρος Αλευρόπουλος

Facebook: https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0RcT2oLaHLSQgZVvn4YBXiFdLNcw2Gkm55WqVurCrdzo1qiCUwRhwhee2UwxGoJJSl

Η ίδια φωτογραφία σε 2 εφημερίδες (Ακρόπολις και Φως) δείχνει το κτίριο. όπως φαινόταν από την πλευρά της Βενιζέλου προς την Ιουστινιανού αριστερά.

Η είσοδος από την Ιουστινιανού, αρχεία και έπιπλα πεταμένα στον δρόμο.

Η περιγραφή των γεγονότων από την Πρωία

Η περιγραφή των γεγονότων στην Ακρόπολη

Μαρτυρίες εργατών στον Ριζοσπάστη

Κάποια από τα θύματα

Απαγόρευση αναφοράς στα επεισόδια. Το θέμα πλέον αποσιωπάται

Το φαρμακείο Παπαθανασίου, Βενιζέλου 58 τότε, σήμερα 54, που φαίνεται στην πρώτη φωτογραφία

Το μέγαρο Σαλτιέλ αντικαταστάθηκε με μια γυάλινη πολυκατοικία με αρ. οικ. άδειας 3498/1977