(Ένα επεισόδιο λίγο μετά το 1900 σε αναμνήσεις αρθρογράφου στην εφημερίδα Φως 11/9/1937).
“Η γυναικεία μόδα της φούστα-βράκας, που προκάλεσε τότε τόσες συζητήσεις και τόσον θόρυβο στην Ευρώπη, εμφανίστηκε μια ημέρα εντελώς απροσδόκητα και εις την καλήν αυτήν Θεσσαλονίκη για να προκαλέση πάταγο ολόκληρο με σοβαράς συνεπείας.
Ήτο απόγευμα και η εμπορική οδός Σαμπρή πασά (το 1937 Βασιλέως Κωνσταντίνου, σήμερα Βενιζέλου) είχε ζωηρή κίνηση, όταν ένα αμάξι σταμάτησε μπροστά στα μεγάλα καταστήματα Μάγιερ και δύο νέες και ωραίες γυναίκες κατέβηκαν. Όσο να διασκελίσουν το στενό πεζοδρόμιο και να εισέλθουν στα καταστήματα, πολλοί διαβάτες σταμάτησαν και ένας κύκλος περιέργων σχηματίστηκε.
-Τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει; ερωτούσεν ο ένας τον άλλον.
-Γυναίκες με μπενεβρέκια, γυναίκες με μπενεβρέκια, απαντούσαν οι πρώτοι σταματήσαντες και ιδόντες.
-Γιόκ τζάνεμ! Άιντε αλάν!
Ένας τσαούσης της αστυνομίας που εχάζευεν εκεί παρά πέρα ιδών την συγκέντρωσιν, έσυρε τα ράθυμα βήματά του προς αυτήν...
-Νε ολούρ... Τι σταματήσατε! Διαλυθήτε! είπεν επιτακτικά.
Αλλ' αντί να διαλύεται ο κόσμος, τουναντίον επυκνούτο. Κάποια ώρα εβγήκαν από μέσα αι δύο γυναίκες. Τι έγινε τότε είναι δύσκολον να το φαντασθή κανένας. Οι περισσότεροι συγκεντρωθέντες ήρχισαν να σφυρίζουν και υβρίζουν. Ένας σεβάσμιος σαρικοφόρος, χότζας προφανώς, με μακριά γένεια και πράσινο χιρκά, εσήκωσε τα χέρια σα να επρόκειτο να κάμη ντουβά προς τον Αλλάχ και απήγγειλεν εξωργισμένον αφορισμόν κατά των βρωμοφραγκισσών αυτών που ετόλμησαν να εμφανισθούν έτσι μασκαρεμένες στο δρόμο και να σκανδαλίσουν τους διαβάτες, να προσβάλουν δε... τις χανούμισσες. Ένας άλλος, γηραλέος Τούρκος, πολίτης αυτός, παραμέρισε με θυμωμένες χειρονομίες το πλήθος και πλησιάσας στις δύο κατάπληκτες και φοβισμένες γυναίκες τες έφτυσε, φιλοδωρήσας την κάθε μίαν με άφθονες ρέχες. Δύο τρεις χανούμισσες, που είχαν σταθή εις το απέναντι πεζοδρόμιον του στενού δρόμου και εκύτταζαν, έβαλαν αίφνης υστερικές φωνές κραυγάζουσαι μέσα από το γιασμάκι των:
-Αλλάχ, αλλάχ! Δεν ντρέπονται αι βρωμογκιαούρισσες να βγαίνουν στο δρόμο έτσι! Τι ντροπή, τι ρεζιλίκι! Θα μας κάψη ο Αλλάχ.
Αυτό υπήρξε το σύνθημα. Διότι ενώ εκ του πλήθους οι Εβραίοι εθορύβουν και οι Έλληνες εγελούσαν, οι Τούρκοι έβαλαν χέρι στες δύο βρακοφόρες και τες κατεξέσχισαν τα ρούχα. Δεν εχρειάσθησαν περισσότερα των δύο λεπτών της ώρας δια να μείνουν αι ατυχείς με τα πουκάμισα και με τα άλλα εκείνα ασπρόρρουχα, που δεν κατονομάζονται μεγαλοφώνως.
Ο τσαούσης, ο οποίος ματαίως προσπαθούσε να διαλύσει και να συγκρατήσει το πλήθος, επί τέλους κατόρθωσε να το διασπάσει, να πλησιάσει τις δύο γυναίκες που θρηνούσαν και οδύρονταν, φοβούμενες πλέον και για τη ζωή τους, να τις βάλει μέσα στο αμάξι, να μπει δε και αυτός.
-Τράβα στο καρακόλι, διέταξε τον αμαξά.
Και το όχημα με δυσκολία διέσχισε το πλήθος, το οποίο σχημάτισε διαδήλωση θορυβωδεστάτη. Πολλοί έτρεχαν και επηδούσαν επάνω στο “μαρς πιέ” για να ξεσχίσουν και όσα μόλις ημιεκάλυπταν τη γυμνότητα των δύο ατυχών γυναικών, αλλά το κιρμπάτσι του τσαούση, ο οποίος εδέησε πλέον να αγριεύση, τους απεμάκρυνε. Τέλος, υπό τους γιουχαϊσμούς, τις ύβρεις και τα ανάθεματα του πλήθους, η άμαξα έφυγε και έφθασεν εις το καρακόλι του Χαμζά βέη Τζαμισί.
Εκεί ο τσαούσης παρουσίασε ενώπιον του προϊσταμένου του κομισέρη τας δύο ημιγύμνους και θρηνούσες ακόμη νεαράς γυναίκας διατυπώσας εναντίον των την κατηγορίαν της διαταράξεως της δημοσίας τάξεως και της προσβολής της δημοσίας αιδούς.
Ο κομισέρης Αγκιάχ εφένδης ονόματι, μόλις είχε ξυπνήσει από τον απογευματινό του ύπνο και δεν είχε πάρει ακόμη τον καφέ του. Ευνόητος λοιπόν είναι η υποδοχή, την οποίαν έκαμεν εις τας απροσδόκητους και απίθανους επισκε πτρίας του, αφού άκουσε την προφορική αναφορά του οργάνου του περί των συμβάντων,
-Ουτανμαντάν, καλτακλάρ, εβόησε κτυπήσας με θυμόν το γραφείον του, από το οποίον ανεπήδησε τρομαγμένον το καλέμι.
Αλλ' αφ' ενός μεν ο καφές, ο οποίος προσεκομίσθη εν τω μεταξύ και ερροφήθη θορυβωδώς, αφ' ετέρου δε αι ακάλυπτοι καμπυλότητες και η ωραιότης των δύο γυναικών, την οποίαν επρόσεξε τώρα ο κομισέρης, κατηύνασαν τα νεύρα του αμέσως και του ενέπνευσαν όχι μόνον ηπιωτέρας, αλλά και τρυφερωτέρας σκέψεις.
Διατάξας τον τσαούσην να εξέλθη του γραφείου και να συντάξη αμέσως την έγγραφον αναφοράν του, εκύτταξε με ιλαρόν βλέμμα τας δύο γυναίκας που είχαν συμμαζευθή σαν τρομαγμένα πουλιά και τας είπε να καθήσουν, υποδεικνύων δύο καρέκλες. Έπειτα με φωνήν μαλακήν, σχεδόν μελιστάλακτον, ήρχισε την προφορικήν προανάκρισιν, αφού εκάλεσεν ως διερμηνέα ένα γλωσσομαθή Εβραίον μανιφατουρατζήν της Εγνατίας.
Αι δύο γυναίκες αναθαρρήσασαι, είπαν ότι είναι σαντέζες Αυστριακές, που έφθασαν την προτεραίαν για να τραγουδήσουν στο καφέ σαντάν του Μπεάς-Κουλέ (Λευκό Πύργο), ότι κατέλυσαν εις το ξενοδοχείον «Εμπεριάλ» και ότι δεν διέπραξαν κανένα άλλο αδίκημα, παρά να ενδυθούν σύμφωνα με την τελευταίαν γυναικείαν μόδαν της Ευρώπης, χωρίς να φαντασθούν ότι αυτό θα προκαλούσε τας σκηνάς των οποίων υπήρξαν ανύποπτα και αθώα θύματα.
Ο κομισέρης, ακούσας τ' ανωτέρω, εκίνησε το κεφάλι του, κατά τρόπον που εσήμαινε και συγκατάνευσιν και μη συγκατάνευσιν, μεθ' ο απεφάνθη, δια του διερμηνέως πάντοτε, ότι θα το εσκέπτετο και θα απεφάσιζεν.
Επειδή όμως, προσέθεσεν, εν τω μεταξύ, δεν ημπορούσαν να μένουν αι δύο γυναίκες εις την ημίγυμνον κατάστασιν, που ευρίσκοντο και ούτε ημπορούσαν έτσι να οδηγηθούν εις τας φυλακάς ή να αφεθούν ελεύθεραι- μπακαλούμ – διότι καθ' οδόν θα συνέβαιναν τα ίδια και χειρότερα, θα έστελλε στο ξενοδοχείο των ένα τσαούσην να τας φέρη από ένα φουστάνι... τίμιο, αντάμ ακιλί.
Έτσι και έγινε, μετ' ολίγον δε αι δύο γυναίκες περιεβάλλοντο τα φουστάνια που έφερεν ο τσαούσης, ενώ ο κομισέρης εσκέπτετο τάχα περί του πρακτέου, βλέπων εν τω μεταξύ τα ωραία και ελκυστικά πλάσματα και καταπίνων ηδυπαθώς μπαντέμια και ροδοζάχαρες.
Όσο να σκοτεινιάση η ημέρα, ο κομισέρης, ο οποίος ήτο σφόδρα μερακλής, όπως όλοι οι κομισέρηδες, τα είχε ψήσῃ με τες δύο σαντέζες δια της ανταλλαγής μελισταλάκτων βλεμμάτων, τα οποία είναι, ως γνωστόν, η διεθνής γλώσσα του σεβντά και του μπελά.
Και μόλις εσκοτείνιασε καλά, ο κομισέρης έβαλε εις ένα αμάξι τες δύο γυναίκες, εμπήκε και αυτός και ετράβηξε. Θα τες συνώδευεν, είπεν, ο ίδιος εις το ξενοδοχείον δια να μη επαναληφθῇ το πατιρντί. Αλλά μόλις έφυγεν ο κομισέρης και αι δύο γυναίκες, κατέφθασεν εις το καρακόλι ασθμαίνων ο διερμηνεύς του αυστριακού προξενείου, το οποίον είχε μάθη, κάπως αργά, το πάθημα των δύο υπηκόων του
και έσπευσε να τας προστατεύση. Ο διερμηνεύς εζήτησε θυμωμένος ταύτας από το καρακόλι. Του απήντησαν ότι πρό ολίγου μόλις τας ωδήγησεν εις το ξενοδοχείόν των ο ίδιος ο κομισέρ-εφένδης. Ο διερμηνεύς που ήξευρε καλά τους κομισέρ εφένδηδες, έσπευσεν εις το “Εμπεριάλ”. Εκεί του είπαν ότι οι δύο γυναίκες δεν εφάνησαν αφ' ότου εβγήκαν, μόνον προ δύο και πλέον ωρών έστειλαν και επήραν
δύο φουστάνια των. Ο διερμηνεύς υποπτεύθη τι συνέβαινε και έσπευσεν εις το σπίτι του αστυνομικού διευθυντού, τον οποίον εύρε με ρόμπαν και με τες παντούφλες του.
-Χαίρ ολά, είπεν ο διευθυντής, τι συμβαίνει;
-Συμβαίνει, απήντησεν ωργισμένος ο διερμηνεύς, ότι μετά τας βαρβαρότητας και τα ρεζιλίκια που έγιναν το απόγευμα εις βάρος δύο ανυπερασπίστων γυναικών, υπηκόων της Α.Α. Μεγαλειότητος του Αυθέντου και Κυρίου μου Φραγκίσκου Ιωσήφ, ένας κομισέρης σου απήγαγε τες δύο αυτές γυναίκες.
-Γιόκ τζάνεμ, απήντησεν ο διευθυντής, ο οποίος δεν είχε λάβει γνώσιν των σκηνών.
-Ντύσου και έλα πάμε να τες ανακαλύψουμε...
-Α! τσόκ ολντού. Ένας κοτζάμ μουδίρ μπέης δεν θα εγίνετο πασβάντης και φύλακας της αμφιβόλου ηθικής δύο καλτάκ...ο...λαρ
Ο διευθυντής, υποσχεθείς να διατάξη αμέσως τα δέοντα, ηρνήθη να αποβάλη την ρόμπαν και τες παντούφλες του και να ακολουθήση τον διερμηνέα, ο οποίος έφυγεν απειλών γην και θάλασσαν.
Εν τω μεταξύ ο Αγκιάχ εφένδης εκαλοπέρασε. Παραλαβών τες δύο Αυστριακές, αντί να τες πηγαίνη στο ξενοδοχείο των, τες ωδήγησε στον κήπον του Μπεστσινάρ, τον οποίον τα πουλάκια μου ευρήκαν μαγευτικόν. Εκείθεν έστειλε και εκάλεσεν ένα φίλον του μπέην δια να ταιριάσουν τα ζευγάρια. Και το γλέντι άρχισεν. Οι δύο γυναίκες έφαγαν, ήπιαν, χόρευσαν, τραγούδησαν και βρήκαν θαυμάσιους κυρίους τον κομισέρη και τον φίλο του μπέη, αλλά και όλους τους Τούρκους, πλην εκείνων που τες έκαμαν τες απογευματινές σκηνές. Περί τις πρωινές ώρες τα δύο ζεύγη βρήκαν καταφύγιο στο κονάκι του μπέη, ο οποίος είχε το χαρέμι του έξω στο τσιφλίκι.
Αλλά την επαύριον, όταν κατά τις 11 ο κομισέρης έφθασε στο γραφείο του, αναπολώντας την παραδείσια νύκτα που πέρασεν, βρήκεν επείγουσα διαταγή του Μουδίρ-μπέη να εμφανισθεί ενώπιόν του. Έσπευσε αμέσως εις την Διεύθυνση. Στο γραφείο του διευθυντού ήταν και ο Αυστριακός διερμηνεύς, κίτρινος από τον θυμό και από την αϋπνία, διότι γύριζε όλη τη νύκτα να ανακαλύψει τα δύο χαμένα πουλάκια.
-Αγκιάχ εφένδη, είπε με φωνή επισήμως αυστηράν ο διευθυντής, επειδή υπέπεσες εις βαρύτατον σφάλμα περί την υπηρεσίαν, από της στιγμής αυτής παύεις να ανήκης εις το σώμα της αστυνομίας και είσαι ιδιώτης.
-Δεν αρκεί αυτό, παρετήρησεν ο διερμηνεύς. Πρέπει να διωχθή και ποινικώς.
-Αυτό είναι δουλειά της δικαιοσύνης και εις αυτήν ν' αποταθήτε, είπεν ο διευθυντής.
Ο Αγιάχ εφένδης έκαμεν ένα τεμενάν και εξήλθεν. Εις τους φίλους του που έσπευσαν να τον συλλυπηθούν είπε:
-Χελάλ ιντέριμ. Άξιζε το γλέντι που έκαμα τα γαλόνια μου... Αμά... δεν καταλαβαίνω γιατί μ' έδιωξαν. Εγώ δεν τα πήρα τα κορίτσια με το ζόρι. Ήθελαν και ήλθαν, έμειναν δε ενθουσιασμένα. Αυτοί οι βρωμόφραγκοι είναι περίεργοι άνθρωποι. Φτου, αλλάχ μπελασινί βερσίν.
Την επαύριον ο διευθυντής, ο οποίος ήτο επίσης μερακλής, εκάλεσε στο σπίτι του τον Αγκιάχ εφένδην και αφού του εξήγησεν ότι απελύθη μόνον και μόνον δια να ικανοποιηθή ο Αυστριακός πρόξενος και να μη δημιουργηθή διπλωματικόν επεισόδιον, τον ηρώτησεν, αλλάσσων τόνους φωνής επί το τρυφερώτερον, πώς τα πέρασε με τες δύο... νέμτσες και αν ήταν καλές.
-Σεκέρ γκιμπί, βάλα, απήντησεν ο Αγκιάχ εφένδης. Αν ξαναβάλουν τες βράκες και γίνη πατιρντί, να διατάξετε να τες φέρουν στο γραφείο σας... και απ' εκεί στο Μπεστσινάρ.
-Μπράκ τζάνεμ, απήντησεν ο Μουδίρ βέης, νε αραμπί γκιουζού, νε Σιάμ σεκερί, ο εστί μεθερμηνευόμενον ξορκισμένες να είναι με το απήγανο προκειμένου να χάσω τη θέσι μου”.
(Ο τίτλος ελαφρώς παραλλαγμένος από αυτόν της εφημερίδας).
Φωτογραφίες των καταστημάτων Mayer & Cie στην γωνία Βενιζέλου και Ερμού σήμερα:
https://archive.saloni.ca/652
Το κατάστημα μετά την πυρκαγιά:
https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0rpzHGpWPBdto26ubkTTHzv321FuyRFVGPXNw2rSgGhhrP2GsHv7ZjLStfoYtadoJl
Στην φωτογραφία τα καταστήματα Μάγιερ αριστερά, λίγο πριν το σκεπαστό της Βενιζέλου.
Facebook:
https://www.facebook.com/thessalonikilostcity/posts/pfbid0NfY1GvmtbbbkUtywv9ckS1w9LuFeV491kXKDGyasf6GaWWtQgRfeATdoftzUmD4ol
